Στο έργο Κρατύλος, όπου ο Πλάτωνας διερευνά το θέμα της προέλευσης των ονομάτων, ο λόγος ταυτίζεται και με την ονομασία ενός πράγματος αλλά και με την πράξη που αφορά τον ορισμό του με βάση την αληθινή του φύση, την πράξη δηλαδή που του αποδίδει το όνομα εκείνο που ταιριάζει στην ουσία του.
Γι αυτό, η ονοματοθεσία δεν είναι κάτι αυθαίρετο αλλά πρόκειται για έργο ενός νομοθέτη, γεγονός που καθιστά τον ίδιο το λόγο «νόμο» και πράξη αποδίδουσα τη θεϊκή νομοτέλεια.
Εκείνος είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει τους κατάλληλους φθόγγους που μιμούνται την ουσία των πραγμάτων και τη φανερώνουν. Και πάλι εδώ δεν πρόκειται για το λόγο ως ομιλία που δημιουργεί τα πράγματα. Αυτά υπάρχουν και τα αληθινά ονόματα τους δίνονται. Δεν είναι ότι τα ονόματα δημιουργούν η γίνονται τα πράγματα. Όποιος όμως, είναι σε θέση να γνωρίζει τα αληθινά ονόματα, γνωρίζει και τα ίδια τα πράγματα.
Και για τα αληθινά ονόματα, δε μπορεί παρά να τέθηκαν από κάποια ανώτερη δύναμη κι όχι από τον άνθρωπο, ώστε να καθίστανται εξ ανάγκης σωστά.
Συνέχεια της συζήτησης αυτής περί ονομάτων θα μπορούσε να αποτελεί η εκτενής αναφορά στον «οριστικό λόγο» στα έργα του Αριστοτέλη Περί Ψυχής και Μετά τα Φυσικά. Κατ’ εκείνον, ο λόγος του ορισμού ενός πράγματος δεν πρέπει να δηλώνει μόνο το γεγονός και την ύπαρξή του, όπως κάνουν οι περισσότεροι ορισμοί, αλλά μέσω αυτού να γίνεται φανερή και η αιτία.
Με βάση αυτό το σκεπτικό, για κάθε πράγμα υπάρχει ένας ορθός ορισμός που αναφέρει την κύρια ιδιότητά του, με άλλα λόγια, ένα όνομα που αγγίζει καθε αυτή την ουσία του.
Όσα μέρη του πράγματος είναι φθαρτά, δε θα πρεπε να συμπεριλαμβάνονται στον οριστικό λόγο του, μια και δεν αποτελούν την ουσία του, όπως οι σάρκες και τα οστά που είναι φθαρτά δε συνιστούν τον άνθρωπο και άρα δε θα πρεπε να συμπεριλαμβάνονται στον ορθό ορισμό του.
Και μέσα σε όλα αυτά, ο Πλάτωνας γνωρίζει ότι η χρήση των σωστών λέξεων έχουν τεράστια δύναμη. Είτε για θετική παρέμβαση και αναπαραγωγή και δημιουργία, είτε για αρνητική.