Tα σκαθαράκια:
Το λοιπό, κάτου από τον μεγάλο τον ήλιο, βρεθήκανε να κάνουνε τσάρκες δυο σκαθαράκια, τόσα δα δυο σκαθαράκια, τόνα το λέγανε Χιωτάκη Ιωάννη και τ' άλλο το φωνάζανε Σπόρο, σκέτο Σπόρο, μήτε το μικρό του όνομα δεν ήξερε άνθρωπος, μήτε κι αν το βαφτίσανε καλά-καλά τόξερε και το ίδιο. Και βάσταγε το Χιωτάκι ένα κασέλι λουστράδικο "να υαλίσουμεν κύριος;". Ο Σπόρος να πούμε ήτουνα βοηθός του κι ιδού μάγκες μου οι πιτσιρήδες πως την είχανε βολέψει τη φτιάξη.
Πάγαινε και την έστηνε το Χιωτάκι με το κασέλι του στη γωνιά του δρόμου. Λίγο παραπάνου πάγαινε ο Σπόρος μ' ένα παλιοσιδεράκι και δώστου-δώστου, ξεκόλλαγε μια πλάκα από το πεζοδρόμι. Τη ξεκόλλαγε το λοιπό κι έβαζε από κάτου νερό κι ένα πετραδάκι να μπαλαντζάρει η πλάκα και να μη φαίνεται. Ερχότανε τώρα ο περαστικός χωρίς να ψυλλιάζεται ότι θα πατήσει τη φάκα. Πάταγε τη πλάκα, πεταγότανε το νερό, του πιτσίλιζε παπούτσια και παντελόνι, τον έκανε μαντάρα. Πώς να βολευτεί; Έβρισκε πιο κει το λουστράκι το Χιωτάκι, "Φτιάχτα και γυάλιστα"!
Με τούτη τη μηχανή, κονόμαγε το Χιωτάκι, μέχρι κι εκατό γυαλίσματα τη μέρα, ήτοι δραγμάς εκατόν πενήντα. Το βραδάκι λοιπόν που σκολάγανε, έπαιρνε τον Σπόρο, το συνεταιράκι του, παγαίνανε πρώτα στον μάγερα και τη ταρατσώνανε, μετά παγαίνανε σινεμά να δούνε γκαγκστερικά κι επειδής να πούμε, απαγορεύεται εις τους ανήλικους και τέτοια, τη γαζώνανε πως πάνε τάχα να μοιράσουνε φέιγ-βολάν. Σκαρφαλώνανε στη καμπίνα του μηχανικού, που τάχε κει πέρα και μπανίζανε το έργο από τη βίγλα τους. Δε πλερώνανε κι εισιτήριο και γινότανε η δουλειά στο εν τάξει.
Είχανε και μια κάμερη τα σκαθαράκια, μια τόση δα καμαρούλα, βρώμικη κι ελεεινή, στα Λεμονάδικα μεριά, μια καμαρούλα, δίπλα ήτανε ο απόπατος και μύρζε άσκημα, ανάβανε και κανά τσιγαράκι, έντεκα χρονών αγόρι τόνα, εντεκάμισυ τάλλο, αγοράζανε και σάμαλι να το ματσουλίσουνε τη νύχτα, χρατς-χρουτς, σα κουνελάκια, καλά περνάγανε και κάνανε κομπίνα, το οποίον ο Σπόρος ήθελε καινούργια παπούτσια.
Έλεγε λοιπόν το Χιωτάκι που 'χε μυαλό:
-"Κύττα πως θα κάνουμε να κονομήσουμε πατούμενο".
Τραβάγανε το πρωί, έμπαινε σε μαγαζί πατουμενάδικο ο Σπόρος μοναχός του, μοστράρηζε κανά-δυο κατοσταρικάκια, να δούνε πως τάχει κι έλεγε με μισοκακόμοιρο ύφος:
-"Θέλω ένα ζευγαράκι, αλλά μέχρι εκατόν ογδόντα, όχι παραπάνου".
Του δίνανε, διότι εκατόν ογδόντα είναι ακριβά λεφτά να πούμε, δοκίμαζε, τόφερνε στα νερά του, ζήταγε και τ' αριστερό. Τα φόραγε και τα δυο, χαμογέλαγε:
-"Μέγκλες παπουτσάκια", έλεγε, "να βγω και στη πόρτα να τα δω στο φως"; κι έβγαινε τώρα στη πόρτα. Πλάι του ο υπάλληλος να τον έχει το νου και να του λέει πια πως το παπούτσι είναι η μεγαλύτερη εφεύρεση της ανθρωπότητας, ότι του πάνε μια χαρά κι ότι, να πούμε, το δικό τους το μαγαζί είναι το καλύτερο σε δέρματα και τρώει όλη την οικουμένη σε κατασκευή, καθόσον τόχε βάλει στήμη να φάει τις εκατόν ογδόντα ο υπάλληλος και τόθελε να ρίξει τον ατζαμή τον πιτσιρή και να του τα πασσάρει τα παλιοσεβρά με τις τσόντες.
Πάνω στο καμάρι τώρα, πέρναγε δήθεν άγνωστο το Χιωτάκι, χωρίς το κασελάκι κι έλεγε του Σπόρου:
-"Τι καμαρώνεις ρε νταηφιόγκο με το πατούμενο; Αφού η μάνα σου ήτανε χελώνα"! Και τούσφιγγε στα ξαφνικά μια στράκα ξεγυρισμένη. Ο Σπόρος θύμωνε μπαρούτι!
-"Ρε μπάσταρδε να σε πιάκω και να σου κόψω τον αφαλό"! κι έτρεχε να πιάσει τώρα το Χιωτάκι πούχε κάνει μπραφ. Μέχρι να καλοκαταλάβει ο υπάλληλος τι γινότανε, τούτα τα δυο τ' άτιμα είχανε φύγει τρακόσα μέτρα. Κόβανε στενά, κόβανε απέραστα, καβαλλάγανε μάντρες κι άντε να τα πιάσεις. Μπουχός!
Έτσι κονόμαγε ο Σπόρος παπούτσι και πέρνανε το τραίνο, ανεβαίνανε στην Αθήνα και σ' άλλο μαγαζί, με την ίδια μηχανή, κονόμαγε και το Χιωτάκι. Διότι έτσι τόχανε να πούμε, ό,τι παίρνει ο ένας να παίρνει κι ο άλλος, συνεταιράκια ήντουνε τα παιδιά και δε πάγαινε να γυρίζει ο ένας στη πέννα κι ο άλλος της κακόμοιρης. Τέτοιες μηχανές κάνανε πολλές να πούμε, και με αμερικάνικα παντελόνια μπλουτζίνς και με πουκάμισα και με τσικουλάτες, όλα τα είδη, εξυπνάκια και τα δυο. Δουλεύανε στον Περαία, αλλά την ανάβανε στην Αθήνα, μέχρι μια μέρα που ένας έμπορας κατέβηκε στο λιμάνι περί ανάγκη του, τα 'δε και τα γνώρισε.Το οποίον, τούχανε φάει κάτι πουκάμισα χρωματιστά και δεν τους έδωσε το παρόν, αλλά πήγε και φώναξε ένα πόλισμαν.
Τα δείρανε τα μικρά στο Τμήμα και πέσανε στη μολόγα. Νάσου λοιπόν κάτι ανακριτές δυσκοίλιοι, νάσου κι ένας σαγγελέας στεγνός σαν παστόψαρο, που μιλήσανε "περί της νεολαίας, ήτις διαφθείρεται και δημιουργεί την σεσηπυΐαν κοινωνίαν της αύριον", τα μπουζουριάσανε και τα δυο και τα κλείσανε στ' ανήλικα, κούρεμα το μαλλί με τη ψιλή, πειθαρχία, αγγαρείες, ένας παπάς πούλεγε μπούρδες περί Παράδεισο, αφού βρισκόντουσαν μες στη Κόλαση, κάτι φύλακες όλο με τ' άγριο και κάτι άλλα παιδάκια συγκρατούμενα, που βρωμάγανε πάνω τους τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα.
Τα βραδάκια έχει μια βούτα μες στο θάλαμο και σβήνουνε το φως από νωρίς καθόσον η υγιεινή της νεότητος είναι να τουφιάζει από τις οχτώ για να χωνεύει το πατατόνερο που το λένε σούπα και βοηθάει πολύ να πούμε, στην ανάπτυξη της αδενοπάθειας. Κι όλοι οι κρατούμενοι μπάσταρδοι δεν είχανε ιστορίες τους. "Γιατί σε φέρανε;" "Περί κλοπή!" ή "Περί άλλες αμαρτίες", "Περί που βάρεσα έναν με πέτρα", τέτοια τρομερά. Λέγανε και πως βγήκανε σε τούτη τη γης που τη πατούμε, σα τα σκουληκάκια στ' απονέρι, όπερ ο Σπόρος άναβε την ιστορία της μάνας του.
Αλανιάρα ήτουνε να πούμε και βρήκε έναν αλανιάρη και της λέει ο αλανιάρης: "Μωρή Φανή πάμε να τα πιούμε"; "Μπράβο! Φύγαμε!" Πάνε, τα πίνουνε, λέει πάλι ο αλανιάρης: "Πάμε για ξάπλες, διότι Φανή μη μου κάνεις τη παρθένα, έχεις κοιμηθεί με χίλιους διακόσους τριανταδυό, τί χίλιοι διακόσοι τριανταδυό, τί χίλιοι διακόσοι τριαντατρείς;" "Και δε πάμε", γαργαλιότανε η Φανή, καθόσον ο αλανιάρης είχε παχύ μαύρο μουστάκι και τονε χαλβάδιαζε. Κοιμούνται το λοιπό και σε δυόμισυ μήνους λέει η Φανή στον αλανιάρη: "Ξέρεις τίποτα; Είμαι ολίγον έγκυα". Θυμώνει ο μάγκας: "Τον κακό σου τον καιρό! Τόσα χρόνια τη γάζωνες στεγνά, τώρα βρήκες να μου κολατσίσεις; Και το μυαλό σου που τόχες μωρή καρπερή;" και την αφήνει, κάνει μπραφ και γίνεται της χαμένης.
Η Φανή όλο συλλογιότανε: "Να το ρίξω; Να μη το ρίξω;" αλλά δεν είχε και τα ριχτικά. Ήρθε η κοιλιά της μπαλόνιασε, πάτησε τους οχτώ, στο τέλος πήγε στο Πέραμα σε μια θεια της, από τη Κάλυμνο ήτουνε και το γέννησε το παιδί. "Να δουλέψω και να το ταΐσουμε το μικρό". Δούλεψε κάμποσο και μετά έφυγε στο Μπερούτι μ' ένα... μπαλέτο, και χάθηκε, κανένας δεν πήρε μάειδε γράμμα, μάειδε γραφή, μόνο στην αρχή ήρθανε κάτι λίρες λιβανέζικες και μετά κλάφτα Χαράλαμπε.
Εφτά χρονών έγινε ο Σπόρος και τον είχανε αβάφτιστο, τρώγανε τ' άλλα παιδιά ζάχαρη με ψωμί και τούτο δω λιγούρευε, κανένας δε τούδινε ψωμί με ζάχαρη, μόνο κάτι ξεγυρισμένες κατραπακιές κατέβαζε η θεια κι έλεγε: "Μούλε, που μου φορτώσαν ένα στόμα και τρώει σα γλαρόνι κακοψοφονάχει", και λέει ο Σπόρος: "Θα φύγω μωρή, άει στο διάολο σκατόγρια" και πήρε λοιπόν των ομματιών του και βγήκε μαχαλά. Έκανε κανά θέλημα, έψαχνε τους σκουπιδοντενεκέδες να βρει κανά ξεροκόμματο, συνεταιράκι με τα κοπρόσκυλα, τρύπιο παντελονάκι, βρώμικο κι ελεεινό, αλλά γουστόζικο, έξυπνη μουρίτσα, αφού κι όλοι οι μπάσταρδοι έχουνε το χάρισμα να γεννιούνται ξυπνοί. Μέχρι πούπεσε πάνου στο Χιωτάκι.
Τούτο δω το Χιωτάκι, ήτουνε πάλε άλλη φτιάξη. Η μάνα του εκ Χίου να πούμε, από το Ναγό, όξω απ' τα Καρδάμυλα, εργαζότανε δούλα σ' ένα σπίτι κι ήτουνε ζουμπουρλή. Της πέφτει ένας με μουστάκι ποντικοουρά και της λέει: "Θα σε πάρω, κυρά θα σε κάνω, σε ηγαπώ!" τη δάγκωσε τη μαστίχα με το κουκούτσι, η Χιώτισσα. "Εν θέλω άλλον, αυτόν θέλων", έβγαινε μαζί του τις Κυριακάδες, έπαιρνε κανά δυο κατοσταρικάκια από το μιστό της μπροστάντζα, νάσου και πιάνει μαγιά το μικρό.
Του λέει του τζέ: "Γκαστρωμένην είμαι", κι ο ποντικοουράς κιτρίνισε, πρασίνισε, μπλάβιασε αδερφάκι, "Ρε τι πάθαμε!", μετά βρήκε δουλειά στη... Γερμανία εργάτης και την αποχαιρέτηξε, δήθεν: "Πάνε να φέρουνε αυτοκίνητα με συνεταίρους", της σήκωσε και τους ρέστους μιστούς και χάθηκε βορεινά. Την παίρνουνε στιμάρι κι από το σπίτι: "Μωρή δε ντράπηκες, μωρή εδώ είναι ηθικόν ίδρυμα, έχουμε και κορίτσια, τι παράδειγμα θα δώσεις;" τη πετάνε στο δρόμο. Καθάριζε το λοιπό κάτι καφενέδε ς, κάτι ταβέρνες με τη κοιλιά τόοοση, τ' αφεντικό της τη τρακάρησε κανά δυο φορές κι έκανε πως δεν την είδε, αλλά άμα την είχε σπίτι του της έβαζε χέρι ψιλό στη ζούλα, ήρθε ο καιρός, γεννήθηκε ο μικρός.
Στο ληξιαρχείο γράψανε "αγνώστου πατρός", αλλά λόγω η μάνα του εκ Χίου, το φωνάζουνε "Χιωτάκι" και τούμεινε. Και τούτη δω η καημενούλα δούλευε για να το μεγαλώσει, έκλαιγε αμα δεν είχε να του δώσει να φάει και μετά πέθανε, θάτανε οχτώ χρονώ τ' αγοράκι. Και δεν ήξερε μήτε να κλάψει, μόνο πάγαινε πίσω απ' τη νεκροφόρα της Δημαρχίας, τάχε χαμένα και χάζευε με κάτι παιχνίδια που πουλάγανε στους δρόμους, βρέθηκε το λοιπό ένας χριστιανός και του λέει: "Έλα δω ρε, να σε μάθω να γυαλίζεις παπούτσια" και τονε πήγε σε μαραγκούδικο, έδωσε ενάμισυ κατοστάρικο, τούφτιαξε κασελάκι, του πήρε και βερνίκια με τα ρέστα και τον αμόλησε.
"'Αμα έχεις μυαλό κάτι θα κάνεις, άμα δεν έχεις, να το λιμάνι, δέσε μια πέτρα στο λαιμό κι άντε φουντάρησε". Όμως τώρα επειδή το Χιωτάκι ήτουνε εννιά χρονώ, δεν είχε καμμιάν όρεξη να κάνει μπουρμπουλήθρες, βγήκε μαχαλά και ξύπνησε, μέχρι που αντάμωσε κι αυτός τον Σπόρο και γίνανε τακίμια. Τα βάλανε λοιπόν κάτου, όλο και θέλανε ο καθείς τους νάχουνε κάποιον να λένε τον πόνο τους και κάνανε και λογαριασμούς.
-"Να πάρουμε δυο κασελάκια θα κονομάμε από εικοσιπέντε τη μέρα, ο καθένας μας; 'Αμα δουλέψουμε καλά τόνα, θα βγάζουμε τα διπλά και τρίδιπλα". Και βρήκανε τη μηχανή με τις πλάκες του πεζοδρομίου.
Τώρα στη φυλακή μέσα τα μαθαίνανε και τα γράμματα. 'Αλφα είναι η κουλούρα με τη μαγκούρα την ανάποδη, όμικρο κουλούρα σκέτη και γιώτα μαγκούρα ανάποδη, μάθανε και το θου πούναι σα παραθυράκι και νου πούναι σα μούτζα με τα δυο δάχτυλα, κοντολογής, τόσα πολλά που έτσι και τάξερε όλα τούτα κανάς θεατρικός κριτικός, από κείνους που κάνουνε τον σπουδαίο και χάσανε το μαλλί τους δήθεν στη μελέτη, μπορεί και να παράταγε το ρεζιλίκι και νάγραφε κι έργο, αντίς κριτική.
Κι άμα τέλειωνε το μάθημα: "που και α πα, που και ι πι, παπί", τους παίρνανε κάτι μεγαλύτεροι που μόλις και μολόχιαζε το μουστάκι τους και τους ξηγιόντουσαν περί άλλα κοινωνικά μαθήματα, το οποίον, "να δεις πως γένεται η ξάφρα του 'λάχανου', ανοίγεις τα δυο μεσιανά δάχτυλα και τα κάνεις τσιμπίδα" τέτοια εγκυκλοπαιδικά, που τα ρούφαγε ο Σπόρος λες κι ήτουνε σορόπι δυναμωτικό και τα μάθαινε με τη μία, είχε αντίληψη το άτιμο για παιδί.
Στα δυο χρόνια πάνου τα φώναξε ο διευθυντής, γυαλιά στη μύτη, παπιόν στο λαιμό και τα ορμήνεψε: "Τώρα πλέον αποδίδεσθε εις την κενωνίαν ακέραιοι κι υγιείς, μέλη ωφέλιμα..." μιαν ώρα έλεγε, κι έσπαγε πολύ κέφι ο Σπόρος που δεν ανθιζότανε γρυ από δαύτα, αλλά πολύ γουστάρηζε το παπιόν πούχε στη μέση κίτρινη ρίγα. Διότι μεταξύ μας, ιδέα δεν είχε από παιδιά ο κύριος διευθυντής, είχεν όμως ένα μπατζανάκη βουλευτή που τούδωσε τη θέση κι άμα τέλειωνε τη περεσία του έβγαινε τσάρκα με το παπιόν για γκομενίτσες. Το οποίον λοιπόν, πήρε το Χιωτάκι το κασελάκι του και νάσου τους ξανά στο δρόμο και στον λεύτερο αγέρα σα τα σπουργίτια, χαρούμενα και ξένοιαστα.
Λέει όμως ο Σπόρος:
-"Ρε συ Γιάννη..."
-"Έλα".
-"Έτσι θα τη βολεύουμε μ' ένα κασελάκι; Τώρα πια μεγαλώσαμε. Βγάλαμε τρίχες".
-"Και τί να κάνουμε; Να πάμε στον Παπαστράτο να μας πάρει κολλίγους"; Ο Σπόρος όμως τάχε σκεφτεί όλα. Βλέπεις η φυλακή τούψησε το μυαλό.
-"Εγώ θα βγω για κονόμι χοντρό"!
Δεν χωρίσανε να πούμε, πάλε είχανε μαζί τη κάμερη, πάλε τρώγανε σάμαλι τα βραδάκια, αλλά στη δουλειά με το κασελάκι ξώμεινε μόνο του το Χιώτακι. Κι ο Σπόρος πήγε κι έπεσε στη Τρούμπα, βρήκε κάτι άλλα παιδάκια και τον ταμπακιάσανε πως είναι ξύπνιος. Τονε πάνε λοιπό στο γέρο-Μπισμπίκη που δε δούλευε πια, αλλά αν έβρισκε παιδάκια, τα δασκάλευε μ' αποσοστά.
Ο γέρος τονε πήρε από καλό μάτι τον Σπόρο και του μαθαίνει αδερφάκι μου, όλη την επιστήμη της "άφρας". Δούλευε κι αυτός με το "σκιάχτρο" της κλοπής, ψεύτικο ανθρωπάκι, κουδούνια κρεμασμένα, αγκίστρια, έπρεπε τώρα να πάρει τη πορτοφόλα από τον "Συμεών" και να μη κουνηθεί κουδούνι και να μη σ' αγγίξει τ' αγκίστρι καθόλου. Τα παιδιά θέλανε είκοσι μέρες, ο Σπόρος τα κατάφερε σε δυο, έκλεβε όλο τον "Συμεών" και το γερό-Μπισμπίκη μαζί. Κει που τονε κουβέντιαζε δηλαδή ο δάσκαλος, τούφαγε τη πίπα, τα τσιγάρα, τα σπίρτα κι έξη ταλλαράκια πούχε στη τσέπη.
Ύστερα του τάδωσε. Θόλωσε ο γέρος:
-"Πότε τα πήρες βρε μπαγάσα";
-"Τώρα που μούκανες μάθημα περί κλοπή".
-"Ε άειντε παιδί μου βγες στο μαχαλά να δουλέψεις γιατί εσύ μας ρεζίλεψες όλους"! Τούμαθε όμως και κοινωνικά: "Θα κλέβεις μόνος σου. Ο καλός ο κλέφτης δε βάζει συνεταίρο, καθόσον όσο πιο λίγα τα στόματα, τόσο πιο λίγες οι κουβέντες και τα μοιράδια. Δε θα κάνεις παρέα με μάγκες καθόσον ο μάγκας έχει μαρκαριστεί και θα σε ψυλλιαστούνε άμα σε δούνε σε δικές τους τραβηχτικές. Σε γυναίκα δε θα λες το μυστικό σου, καθόσον η γυναίκα ταχιά κάνει το μέλι ξύδι κι άμα πέσει σ' άλλονε, ανοίγει το μπουκάλι και σε κατηγοράει στη σαλάτα του.
Δε θα χαλάς πολλά, καθόσον έτσι και χαλάς, ο άλλος είναι φτονερός και ψάχνει να βρει που τα βρήκες. Θάχεις μια κρυψώνα να τη ξέρεις μόνο συ, άμα πέσεις στη λακουβίτσα με την ατυχία και σε μαγκώσουνε, να μη στα βρούνε κι άμα βγεις να τα βρεις. Θα γυρίζεις στις καλές γειτονιές γιατί τα λεφτά υπάρχουνε κει κι είναι πάλι πολλοί κλέφτες, αλλά τα κλέβουνε με νόμιμο τρόπο και λέγονται κύριοι. Θάσαι σεμνός, όσο πιο σεμνός είσαι, τόσο καλύτερα θα τους γελάς.
Όποιος μοστράρεται για ξύπνιος είναι σα να κάνει ρεκλάμα: 'φυλαχτείτε από μένα', φυλάγονται, ενώ άμα κάνεις τον κουτό, γελάνε μαζί σου και τους τη φέρνεις καλύτερα. Θα φροντίσεις νάχεις μια δουλειά 'μπουζουριέρα' δήθεν πως κάτι πουλάς και κονομάς από κει, έτσι κάνουνε κι οι μεγάλοι να πούμε, απ' αλλού δείχνουνε πως τα βγάζουνε κι απ' αλλού κονομάνε. Μη δανείζεσαι λίγα, θα σου βγει κακό όνομα, το χρέος είναι σαν το παιδί: όσο πιο μικρό είναι τόσο πιο πολύ φωνάζει. Να δίνεις στους φτωχούς, διότι φτωχός είναι κείνος που δεν έχει το θάρρος να κλέψει και πάει χαμένος, όποιος δε κλέβει τονε κλέβουνε. Αυτά είναι κι άντε δι' ευχών των αγίων πατέρων ημών, ο Γιαραμπής να δώσει να κάνεις προκοπή παιδί μου".
Πολύ απόρησε το σκαθαράκι το Χιώτακι πούβλεπε τ' άλλο σκαθαράκι τον Σπόρο να κάνει τρελλές κονομησιές. Τουρχότανε τα βραδάκια τίγκα στο χαρτονόμισμα, πήρανε τα μαγουλάκια του να γεμίζουνε πούτανε σα σκαμμένα από τη στέρηση, έκανε δυο κουστουμάκια καλά και φόρεσε και 'στενάχωρο' στο μεσαίο δάχτυλο.
-"Που το βρήκες ρε";
-"Κάνω κάτι δουλειές". Του ξηγήθηκε κι αντρίκεια: "Εσένα αδερφούλη μου θα σου ανοίξω στιλβωτήριο".
Κι ήρθε μια μέρα που το πήρε το Χιωτάκι από το χέρι:
-"Πάμε"!
-"Πού";
-"Να τ' αγοράσεις".
Βρέθηκε με μαγαζί το Χιωτάκι, δηλαδή τι μαγαζί; Πέντε τετραγωνικά μέτρα ήτουνε, αλλά έγραφε απόξω: "Στιλβωτήριον Ιωάννη Χιωτάκη" κι είχε μέσα δυο λουστράκους και βερνίκια και κορδόνια και του κόσμου τ' αγαθά. Ο Σπόρος το καμάρωσε και μετά είπε:
-"Πάμε να σε κεράσω ένα Ρύκο". Πάνου στο Ρύκο την έφερε πλαγίως. "Χωρίζουμε".
-"Γιατί ρε Σπόρε"!
-"Καθόσον εσύ τώρα έχεις κατάστημα. Και θα προκόψεις αδερφούλη μου, είσαι γελαστός, σ' αγαπάει ο κόσμος, -είδα γω πέντε μέρες τώρα πως αυγαταίνει η πελατεία σου. Εγώ όμως δε ξέρεις πως μπλέχω αύριο-μεθαύριο".
-"Πως μπλέχεις";
-"Ξέρω και γω; Ψωμί τρώμε, ψίχαλα πέφτουνε. Το οποίον, έτσι και τραβηχτώ γιατί να σε πάρω και σένα στο λαιμό μου; Είμαι κι έξη μήνους μεγαλύτερός σου ρε Γιάννη. Όσο να το πεις, πρέπει και να σε νοιάζουμαι". Δε καταλάβαινε το Χιωτάκι.
-"Μα τί έχεις κάνει";
-"Τίποτις, αλλά οι δρόμοι να πούμε, έτσι είναι. Ανήφοροι και κατήφοροι. Πάρε συ σιγά τον ανήφορο κι άσεμε μένα να κατηφοράω. 'Αμα είμαι μόνος μου και πέσω, δε βαριέσαι, θα τη γαζώσω. Γιατί να πέσεις μαζί μου";
Μέσα του πόναγε να πούμε και το Χιωτάκι κι ο Σπόρος. Καθόσον αδρεφάκι μου, σκαθαράκια ήντουνε, δεν είχανε και δεν είναι λίγο πράμα να μην υπάρχει άνθρωπος να σ' αγαπάει, να σε γνοιάζεται και να σε καταλαβαίνει. Τους ήρθε να κλάψουνε, αλλά θυμηθήκανε πως είναι άντρες και τ' αναβάλλανε. Και πήγε ο Σπόρος κατά Πασαλιμάνι μεριά να πιάσει κάμερη και χωρίσανε τα τσανάκια τους.
Έτσι είχε, το Χιωτάκι καλά δούλευε κι έκανε κονομησιές. Δεκαπέντε χρονώ παιδιά και τη βολεύανε μοναχά τους. Έκανε κι ο Σπόρος καλές άφρες, είχε παραδάκι αλλά μέσα του άνοιγε ένα κενό αδρεφάκι μου, λες κι ήτουνε στην έρημο και δεν έβρισκε άνθρωπο να μιλήσει. Μήτ' ένα χάδι, μήτ' ένα χαμόγελο, μήτε τίποτις.
Το λοιπό κείνο το βράδι ήτανε στο λωφορείο ένας χοντρός της λαχαναγοράς και πως έκανε και του ξάφρισε το μασούρι από τη τσέπη τη κοφτή. Γερό μασούρι, μέχρι είκοσι και κάτι ψιλά. Κατέβηκε χωρίς να δώσει στιμάρι, αργά, εννιά η ώρα ήτουνε, μπήκε σ' ένα καφενέ. Τώρα μες στον καφενέ ήταν ο Φάνης ο Κάρδας, ο παλληκαράς, ο καλός ο μάγκας πούχει κάνει πολλά. Μπήκε το παιδάκι ο Σπόρος να πιει ένα κακάο, κάνει έτσι και χωρίς να θέλει πατάει κάποιον.
Τώρα αυτός ο κάποιος ήτουνε ο Αραποβλάσταρος ο σκληρός, είχε κάτι ζωχάδες κι είχε και κάτι προηγούμενα λόγω γκομενιλίκι με τον Φάνη τον Κάρδα. Ζωχαδιάστηκε πούφαγε τη πατησιά, σηκώνεται και του σφίγγει μια σφαλιάρα του Σπόρου. Ο Φάνης τόδε κι ανακατεύτηκε.
-"Γιατί ρε το παιδί";
-"Δουλειά σου"!
-"Να στη δώκω τώρα γω επιστροφή";
Και σηκώνεται αδρεφάκι μου πάνω ο Φάνης ο Κάρδας και του σφίγγει δυο ανάστροφες. Σκύλιασε ο Αραποβλάσταρος, αλλά με τον Φάνη δε καθάριζε. Έφυγε το λοιπό κι έβριζε:
-"Καλά... θα τα ξαναπούμε". Κι ο Φάνης ο Κάρδας πήρε τον Σπόρο στο τραπέζι του:
-"Κάτσε να σε κεράσω ρε πιτσιρή", τονε κέρασε κακάο. Πάνω λοιπό που τα λέγανε, νάσου δυο-τρεις της Ασφάλειας, να κοζάρουνε από τη πόρτα. Βλέπει ο Σπόρος, κιτρινίζει. Ήτουνε μαζί τους κι ο χοντρός ο λαχανέμπορας. Το λοιπό, ξύπνιο το παιδί, βγάζει το κλεμμένο μασούρι και το δίνει με τρόπο του Φάνη.
-"Κράτα το, εμένα ψάχνουνε".
Ο Φάνης έχει κατηγορία για παλληκαράς, αλλά δεν είναι κλέφτης. Έρχουνται τα παιδιά της Ασφάλειας, λέει ο χοντρός: "Αυτός!", τονε σηκώνουνε τον Σπόρο, τονε πάνε μέσα, τονε ψάχνουνε:
-"Τί δουλειά κάνεις";
-"Περί πρατήριο πάγου".
Δεν είχε προηγούμενα, τον αμολάνε:
-"Λάθος"!
Βγαίνει το παιδί, είναι όξω ο Φάνης και περιμένει.
-"Βρε μπαγάσα". Τονε παίρνει παράμερα, τα λένε κάμποσο, λυπάται ο Φάνης και τονε χαϊδεύει στο μάγουλο: "Φουκαριάρικο"! Και του κάνει πάσα το κλεμμένο μασούρι.
Τον Σπόρο τονε πήρανε τα κλάματα. "Για δε ρε! Τόσα χρόνια κανείς δε με χάιδεψε και τούτος που ξέρει πως είμαι κλέφτης και..."
Δεν είδε τα δάκρυα ο Φάνης ο Κάρδας. Νύχτα θα μου πεις. Τον Αραποβλάσταρο όμως τον είδε το σκαθαράκι. Τον είδε πούχε στημένη χωσά με το μπιστόλι στο χέρι να του τη δώσει του Φάνη. Λοιπό δε μίλησε, μόνο στο ξαφνικό, πριν ανάψει η φλόγα της σφαίρας μπήκε μπροστά.
"Μπαμ!" την άρπαξε κατάστηθα ο Σπόρος.
Με τη ζημιά που 'κανε, χάθηκε ο Αραποβλάσταρος. Κι ο Φάνης έσκυψε κι έπιασε το λαβωμένο παιδί.
-"Ρε πιτσιρή! Γιατί τόκανες αυτό";
Πρόλαβε να πει μια κουβέντα ο Σπόρος:
-"Εσύ που με χάιδεψες..."
Κι ύστερα πέθανε. Και στο στιλβωτήριο, έμαθε τα μαντάτα ο Γιάννης το Χιωτάκι και θυμότανε που ρίχνανε νερό στις πλάκες στο πεζοδρόμιο και θυμότανε τον Σπόρο και νερό κύλαγε απ' τα μάτια του για να τονε πνίξει στη θλίψη...