Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.
H Ψυχή... το Εργαστήριο του Κόσμου...
Και ο Νους... ο Αλχημιστής των Πάντων... και η Αλήθεια, οδηγός!
Είθε στους δρόμους της ουσίας σου να πορευθείς και στα μυστικά απόκρυφα αρχεία της ψυχής σου...Είναι άπειρες οι κατευθύνσεις στο Άπειρο Σύμπαν…Το ταξίδι μαγικό και ατελείωτο…Έχεις πολλά να χαρτογραφήσεις…
Ημερομηνία εγγραφής : 28/02/2011 Αριθμός μηνυμάτων : 2443
Θέμα: Νίκος Καζαντζάκης... Τετ 11 Δεκ - 20:46:21
Νίκος Καζαντζάκης ( 1883-1957 , Έλληνας συγγραφέας)
Ο Νίκος Καζαντζάκης υπήρξε ο μεγαλύτερος Έλληνας συγγραφέας των νεώτερων χρόνων. Υπήρξε επίσης φιλόσοφος, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε νομικά και έκανε μεταπτυχιακά στο Παρίσι. Θεωρούσε δασκάλους του τον Όμηρο, το Δάντη και τον Μπεργκσόν. Το 1919 διορίστηκε από τον Βενιζέλο Γεν. Γραμματέας του Υπουργείου περιθάλψεως, υπεύθυνος για τους πρόσφυγες.
►
Μια αστραπή η ζωή μας... μα προλαβαίνουμε
►
Τα τετραθέμελα του κόσμου τούτου: ψωμί, κρασί, φωτιά, γυναίκα.
►
Ολάνθιστος γκρεμός της γυναικός το σώμα.
►
Η ζωή όλη είναι μια φασαρία. Μόνο ο θάνατος δεν είναι. Η ζωή είναι όταν λύνεις το ζωνάρι σου και ζητάς φασαρίες.
►
Αυτό που θέλω ν’ αφήσω πίσω μου είναι ένα καμένο κάστρο. Τίποτ’ άλλο δε θέλω ν’ αφήσω.
►
Έχεις τα πινέλα, έχεις τα χρώματα, ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα.
►
Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.
►
Η πέτρα, το σίδερο, το ατσάλι δεν αντέχουν. Ο άνθρωπος αντέχει.
►
Ήταν μια ωραία καταστροφή.
►
Αφεντικό σε συμπαθώ πάρα πολύ. Έχεις τα πάντα εκτός από λίγη τρέλα και όλοι οι άνθρωποι χρειάζονται λίγη τρέλα... Αλλιώς δεν μπορεί να σπάσει το σκοινί και να ελευθερωθεί.
►
Δεν υπάρχουν ιδέες , υπάρχουν μονάχα άνθρωποι που κουβαλούν τις ιδέες, κι αυτές παίρνουν το μπόι του ανθρώπου που τις κουβαλάει.
►
Η Ελλάδα επιζεί ακόμα, επιζεί νομίζω μέσα από διαδοχικά θαύματα .
►
Ό,τι δεν συνέβη ποτέ, είναι ό,τι δεν ποθήσαμε αρκετά.
►
Tίποτα γενναίο δεν μπορεί ο άνθρωπος να κάμει στον κόσμο, αν δεν υποτάξει τη ζωή του σ' έναν Αφέντη ανώτερό του.
►
Aπό τα καλά κερδεμένα παίρνει ο διάολος τα μισά - από τα κακά κερδεμένα, παίρνει και το νοικοκύρη.
►
Ο Μουσολίνι είναι ο αρσενικός Βενιζέλος.
►
Αν μια γυναίκα κοιμηθεί μόνη, ντροπιάζει όλους τους άντρες.
►
Το βουνό ανήκει στο μοναστήρι. Το μοναστήρι, ανήκει στο Θεό. Και ο Θεός ανήκει σε όλους.
►
Μαζεύω τα σύνεργά μου: όραση, ακοή, γέψη, όσφρηση, αφή, μυαλό, βράδιασε πια, τελεύει το μεροκάματο, γυρίζω σαν τον τυφλοπόντικα σπίτι μου, στο χώμα. Όχι γιατί κουράστηκα να δουλεύω, δεν κουράστηκα, μα ο ήλιος βασίλεψε.
►
Ν’ αγαπάς την ευθύνη να λες εγώ, εγώ μονάχος μου θα σώσω τον κόσμο. Αν χαθεί, εγώ θα φταίω
►
Καλή ‘ναι η δικαιοσύνη, μα για τους αγγέλους - ο άνθρωπος ο κακομοίρης δεν αντέχει, θέλει έλεος... Μπας και βρίσκεται στον πάτο της Κόλασης, Κύριε, η πόρτα της Παράδεισος;
►
Υπάρχει στον κόσμο τούτον ένας μυστικός νόμος - αν δεν υπήρχε, ο κόσμος θα ‘ταν από χιλιάδες χρόνια χαμένος - σκληρός κι απαραβίαστος: το κακό πάντα στην αρχή θριαμβεύει και πάντα στο τέλος νικάται.
►
Ποτέ οι Έλληνες δε δούλεψαν την τέχνη για την τέχνη· πάντα η ομορφιά είχε σκοπό να υπηρετήσει τη ζωή. Και τα σώματα τα ήθελαν οι αρχαίοι όμορφα και δυνατά, για να μπορούν να δεχτούν ισορροπημένο και γερό νου. Κι ακόμα, για να μπορούν –σκοπός ανώτατος– να υπερασπίσουν το άστυ.
►
Σωτηρία θα πει να λυτρωθείς απ’ όλους τους σωτήρες· αυτή ‘ναι η ανώτατη λευτεριά, η πιο αψηλή, όπου με δυσκολία αναπνέει ο άνθρωπος. Αντέχεις;
►
Ε κακομοίρη άνθρωπε, μπορείς να μετακινήσεις βουνά, να κάμεις θάματα, κι εσύ να βουλιάζεις στην κοπριά, στην τεμπελιά και στην απιστία! Θεό έχεις μέσα σου, Θεό κουβαλάς και δεν το ξέρεις - το μαθαίνεις μονάχα την ώρα που πεθαίνεις, μα 'ναι πολύ αργά.
►
Ένιωθα βαθιά πως το ανώτατο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος δεν είναι η Γνώση μήτε η Αρετή, μήτε η Καλοσύνη μήτε η Νίκη· μα κάτι άλλο πιο αψηλό, πιο ηρωικό κι απελπισμένο: Το Δέος, ο ιερός τρόμος.
►
Πού να βρω μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη, σαν την ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;
►
Νιώθω σαν να χτυπάμε τα κεφάλια μας στα σίδερα. Πολλά κεφάλια θα σπάσουν. Μα κάποια στιγμή, θα σπάσουν και τα σίδερα.
►
Aλίμονο σε όποιον ζει στην έρημο και θυμάται του κόσμου.
►
Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει.
►
H καρδιά του ανθρώπου είναι ένα κουβάρι κάμπιες - φύσηξε, Χριστέ μου, να γίνουν πεταλούδες!
►
Η Κρήτη δεν θέλει νοικοκυραίους, θέλει κουζουλούς. Αυτοί οι κουζουλοί την κάνουν αθάνατη.
►
Tι θα πει λεύτερος; Αυτός που δεν φοβάται το θάνατο.
►
Καβάλα απάνω σε ίσκινα άλογα τους ίσκιους κυνηγούμε· ίσκιος κι ο θάνατος, και κυνηγάει τον ίσκιο της ζωής μας.
►
Ω πολυφίλητο κορμί, το πιο κρουφό ‘σαι μονοπάτι. από την "Οδύσσεια"
►
Μωρέ, τον αντρειωμένο μην τον κλαις, όσο κι αν αστοχήσει! Κι αν αστοχήσει μια και δυο, πάλε θα ζώσει τ’ άρματά του, πάλε θα βάλει το σκουφί στραβά, τον κατηφέ στο αυτί του και πάλε οι φίλοι του θα θρονιαστούν στα πλούσια του τραπέζια! («Οδύσσεια»)
►
Κρασί δεν είναι, αδέρφια, η λευτεριά μήτε γλυκιά γυναίκα, μήτε και βιος μες στα κελάρια σας μήτε και γιος στην κούνια· έρμο τραγούδι ’ναι ακατάδεχτο και σβήνει στον αγέρα!
Αιθηρόη Admin
Ημερομηνία εγγραφής : 28/02/2011 Αριθμός μηνυμάτων : 2443
Και ποια είναι η πιο αψηλή εντολή; Ν' αρνηθείς όλες τις παρηγοριές-θεούς, πατρίδες, ηθικές, αλήθειες - ν' απομείνεις μόνος και ν' αρχίσεις να πλάθεις εσύ, με μοναχά τη δύναμή σου, έναν κόσμο που να μην ντροπιάζει την καρδιά σου... Ποια 'ναι η πιο αντρίκια χαρά; Ν' αναλαβαίνεις την πάσα ευθύνη.
Δεν υπάρχουν ιδέες - υπάρχουν μονάχα άνθρωποι που κουβαλούν τις ιδέες - κι αυτές παίρνουν το μπόι του ανθρώπου που τους κουβαλάει.
Ελευτεριά θα πει να μάχεσαι στη γης χωρίς ελπίδα!
Ερχόμαστε απο μία σκοτεινή άβυσσο. Καταλήγουμε σε μία σκοτεινή άβυσσο. Το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή. Ευθύς ως γεννηθούμε, αρχίζει και η επιστροφή, ταυτόχρονα το ξεκίνημα και ο γυρισμός. Κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι' αυτό πολλοί διαλάλησαν. Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.
Η λευτεριά δεν έχει σκοπό. Μήτε βρίσκεται στη γης ετούτη - στη γης ετούτη βρίσκεται μονάχα ο αγώνας για τη λευτεριά.
Αγωνιζόμαστε για τα άφταστα, και γι' αυτό ο άνθρωπος έπαψε να είναι ζώο.
Καλή 'ναι η δικαιοσύνη, μα για τους αγγέλους - ο άνθρωπος ο κακομοίρης δεν αντέχει, θέλει έλεος... Μπας και βρίσκεται στον πάτο της Κόλασης, Κύριε, η πόρτα της Παράδεισος;
Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, ειμαι λεύτερος.
Ό,τι δεν συνέβη ποτέ, είναι ότι δεν ποθήσαμε αρκετά.
Ζούμε μόνοι, πεθαίνουμε μόνοι, το ενδιάμεσο φωτεινό σημείο το λέμε ζωή.
Ποιος είναι ο δρόμος για την εκπλήρωση του δικού μου του νόμου; Να διαταράξω την τάξη, να συντρίψω το πρωτόκολλο, να ξεστρατίσω από τους προγόνους. Να αλητεύσω στ' απαγορευμένα, στις αγέρωχες κι επικίντυνες περιοχές του αβέβαιου. Να δέχουμαι ατάραχος ακόμη περισσότερο: σαν ευλογία την κατάρα του πατέρα και της μάνας. Να έχω το θάρρος να είμαι μόνος...
Ο Νίτσε με δίδαξε...πως δεν πρέπει ποτέ να 'χεις μια αντίληψη για τη ζωή που να σου επιτρέπει ελπίδες και ανταμοιβές. Είσαι ελεύθερος άνθρωπος, όχι μισθοφόρος...Να παλεύεις χωρίς να καταδέχεσαι να ζητάς ανταμοιβή, [αυτό] είναι η αληθινή ελευθερία
Ο νους βολεύεται, έχει υπομονή, του αρέσει να παίζει, μα η καρδιά αγριεύει, δεν καταδέχεται αυτή να παίξει, πλαντάει και χιμάει να ξεσκίσει το δίχτυ της ανάγκης.
Πέρα από το νου, στον ιερό γκρεμό της καρδιάς, ακροποδίζω τρέμοντας. Το ένα μου πόδι αδράχνεται από το σίγουρο χώμα, το άλλο ψάχνει στα σκοτεινά απάνω από την άβυσσο.
Ποιο είναι το χρέος μου; Να συντρίψω το σώμα, να χυθώ να σμίξω με τον Αόρατο. Να σωπάσει ο νους, ν΄ ακούσω τον Αόρατο να φωνάζει.
Περπατώ στ΄ αφρόχειλα της άβυσσος και τρέμω. Δυο φωνές μέσα μου παλεύουν. O νους: "Γιατί να χανόμαστε κυνηγώντας το αδύνατο; Μέσα στον ιερό περίβολο των πέντε αιστήσεων χρέος μας ν΄ αναγνωρίσουμε τα σύνορα του ανθρώπου."
Μα μια άλλη μέσα μου φωνή, ας την πούμε έχτη δύναμη, ως την πούμε καρδιά, αντιστέκεται και φωνάζει: "Όχι! Όχι! Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν΄ αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου! Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!" ...;.
Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύουμαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι ...
Αιθηρόη Admin
Ημερομηνία εγγραφής : 28/02/2011 Αριθμός μηνυμάτων : 2443
«Είπα στην αμυγδαλιά, μίλησέ μου για το Θεό. Και η αμυγδαλιά άνθισε».
« Η πέτρα, το σίδερο, το ατσάλι δεν αντέχουν. Ο άνθρωπος αντέχει».
« Από τας καλά κερδεμένα, παίρνει ο διάβολος τα μισά. Από τα κακά κερδεμένα, παίρνει και το νοικοκύρη».
«Αγωνιζόμαστε για τα άφθαστα, και γι αυτό ο άνθρωπος έπαψε να είναι ζώο».
«Πυραμίδα ο άνθρωπος. Στη βάση του το κτήνος, στην κορφή ο Θεός. Χρέος μας η ανηφόρα».
« Η προσευχή σήμερα λέγεται πράξη. Να ασκητεύεις σήμερα θα πει: να ζεις με τους ανθρώπους και να ανεβαίνεις κάθε μέρα, κάθε μέρα, και όχι μονάχα τη Μεγάλη Παρασκευή, με το Χριστό στο Γολγοθά. Και να σταυρώνεσαι».
«Να πεθαίνεις κάθε μέρα. Να γεννιέσαι κάθε μέρα. Ν’ αρνιέσαι ό,τι έχεις κάθε μέρα. Η ανώτερη αρετή δεν είναι να ’σαι ελεύθερος, παρά μονάχα να παλεύεις για την ελευθερία».
« Ν’ αγαπάς την ευθύνη. Να λες, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη Γη. Αν δεν σωθεί, εγώ φταίω».
« Όχι! Όχι! Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν’ αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου! Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!».
«-Παππού αγαπημένε, είπα, δώσ’ μου μια προσταγή. Φτάσε όπου μπορείς, παιδί μου. Παππού, φώναξα τώρα δυνατά, δώσ’ μου πιο δύσκολη, πιο κρητικιά προσταγή. Φτάσε όπου δεν μπορείς, παιδί μου!...»
«Ε κακομοίρη άνθρωπε», είπε δυνατά, «μπορείς να μετακινήσεις βουνά, να κάμεις θάματα, κι εσύ βουλιάζεις στην κοπριά, στην τεμπελιά και στην απιστία! Θεό έχεις μέσα σου, Θεό κουβαλάς και δεν το ξέρεις –το μαθαίνεις μονάχα την ώρα που πεθαίνεις, μα ’ναι πολύ αργά. Ας ανασκουμπωθούμε εμείς που το ξέρουμε, ας σύρουμε φωνή, μπορεί να μας ακούσουν».
«Στον κόσμο τούτον» συλλογίζουνταν, «θα ’σαι αρνί ή λύκος –αν είσαι αρνί σε τρων –αν είσαι λύκος τρως. Θεέ μου, δεν υπάρχει ένα τρίτο ζώο, καλύτερο, δυνατότερο»; Και μια φωνή μέσα του αποκρίνουνταν: «υπάρχει, υπάρχει, παπα-Γιάνναρε, κάνε υπομονή. Τώρα και χιλιάδες χρόνια ξεκίνησε να φτάσει, να γίνει άνθρωπος –δεν έφτασε ακόμη. Βιάζεσαι; Ο Θεός δεν βιάζεται, παπα-Γιάνναρε».
«Κάθε άνθρωπος άξιος να λέγεται γιος του ανθρώπου, σηκώνει το σταυρό του κι ανεβαίνει το Γολγοθά του. Πολλοί, οι πιο πολλοί, φτάνουν στο πρώτο, στο δεύτερο σκαλοπάτι, λαχανιάζουν, σωριάζονται στη μέση της πορείας και δε φτάνουν στην κορφή του Γολγοθά –θέλω να πω στην κορφή του χρέους τους –να σταυρωθούν, ν’ αναστηθούν, και να σώσουν την ψυχή τους. Λιποψυχούν, φοβούνται να σταυρωθούν, και δεν ξέρουν πως η σταύρωση είναι ο μόνος δρόμος της ανάστασης. Άλλον δεν έχει…»
«Θεριό ’ναι η καρδιά του ανθρώπου. Θεριό ανήμερο… Χριστέ μου, μήτε εσύ μπόρεσες να τη μερώσεις».
«Σαν το αρνί ’ναι κι ο Χριστός. Όμοια ανοίγει κι αυτός την καρδιά των ανθρώπων και μπαίνει ο κόσμος όλος. Όμοια θ’ ανοίξει και την Παράδεισο να μπουν οι αμαρτωλοί».
« Πυροβάτης είναι κάθε άγιος –πυροβάτης και κάθε τίμιος άνθρωπος στην Κόλαση ετούτη που τη λέμε ζωή».
«Δεν έχουμε παρά μια μονάχα στιγμή στη διάθεσή μας. Ας κάνουμε αυτή τη στιγμή αιωνιότητα».
«Αλάτι ο θάνατος και τη ζωή τη νοστιμίζει».
«Μπόρα είναι μαθές η ζωή. Θα περάσει!».
«Αυτό θα πει άνθρωπος: να πονάς, ν’ αδικιέσαι, να παλεύεις και να μην το βάζεις κάτω!».
«Ν’ αγαπάς τον καθένα ανάλογα με τη συνεισφορά του στον αγώνα. Μη ζητάς φίλους, να ζητάς συντρόφους».
« Η ανώτατη αρετή δεν είναι να ’σαι ελεύθερος, είναι να μάχεσαι για την ελευθερία».
«Νιώθω σα να χτυπάμε τα κεφάλια μας στα σίδερα. Πολλά κεφάλια θα σπάσουν. Μα κάποια στιγμή θα σπάσουν και τα σίδερα».
«Μαζεύω τα σύνεργά μου: Όραση, ακοή, γέψη, όσφρηση, αφή, μυαλό, βράδιασε πια, τελεύει το μεροκάματο, γυρίζω σαν τον τυφλοπόντικα σπίτι μου, στο χώμα. Όχι γιατί κουράστηκα να δουλεύω, δεν κουράστηκα, μα ο ήλιος βασίλεψε».
«Δε φτάνει ν’ ακούς μέσα σου τη βουή των προγόνων. Δε φτάνει να τους νιώθεις να παλεύουν μπροστά από το κατώφλι του νου σου. Όλοι χύνονται να πιαστούν από το ζεστό μυαλό σου, ν’ ανέβουν πάλι στο φως της μέρας».
« Η Κρήτη δεν θέλει νοικοκυραίους, θέλει κουζουλούς. Αυτοί οι κουζουλοί την κάνουν αθάνατη».
marilena
Ηλικία : 30 Τόπος : Αθήνα Ημερομηνία εγγραφής : 15/03/2011 Αριθμός μηνυμάτων : 189
Είμαστε ένα γράμμα ταπεινό, μια συλλαβή, μια λέξη από τη γιγάντια Οδύσσεια. Είμαστε βυθισμένοι σʼ ένα γιγάντιο τραγούδι και λάμπουμε όπως λάμπουν τα ταπεινά χοχλάδια όσο είναι βυθισμένα στη θάλασσα. Ποιο είναι το χρέος μας; Νʼ ανασηκώσουμε το κεφάλι από το κείμενο, μια στιγμή, όσο αντέχουν τα σπλάχνα μας, και νʼ αναπνέψουμε το υπερπόντιο τραγούδι. Να σμίξουμε τις περιπέτειες, να δώσουμε νόημα στο ταξίδι, να παλεύουμε ακατάλυτα με τους ανθρώπους, με τους θεούς και με τα ζώα, κι αργά, υπομονετικά, να μολώνουμε μέσα στα φρένα μας, μελούδι από το μελούδι μας, την Ιθάκη. Σαν ένα νησί, αργά, με φοβερόν αγώνα, υψώνεται μέσα από τον ωκεανό του ανύπαρχτου το έργο του ανθρώπου.
Δε δέχουμε τα σύνορα, δε με χωρούν τα φαινόμενα, πνίγουμαι! Την αγωνία τούτη βαθιά, αιματηρά να τη ζήσεις, είναι το δεύτερο χρέος. Ο νους βολεύεται, έχει υπομονή, του αρέσει να παίζει. μα η καρδιά αγριεύει, δεν καταδέχεται αυτή να παίξει, πλαντάει και χιμάει να ξεσκίσει το δίχτυ της ανάγκης. Να υποτάξω τη γης, το νερό, τον αγέρα, να νικήσω τον τόπο και τον καιρό, να νιώσω με ποιους νόμους αρμολογούνται κι έρχουνται κι ξανάρχουνται οι αντικαθρεφτισμοί που ανεβαίνουν από την πυρωμένην έρημο του νου, τα αξίαν έχει; Ένα μονάχα λαχταρίζω: Να συλλάβω τι κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα, τι είναι το μυστήριο που με γεννάει και με σκοτώνει, κι αν πίσω από την ορατή ακατάπαυστη ροή του κόσμου κρύβεται μια αόρατη ασάλευτη παρουσία. Αν ο νους δεν μπορεί, δεν είναι έργο του να επιχειρήσει πέρα από τα σύνορα την ηρωικήν απελπισμένην έξοδο, ναʼ ταν να μπορούσε η καρδιά μου!
Η πιο στερνή, η πιο ιερή μορφή της θεωρίας είναι η πράξη. Όχι να βλέπεις πώς πηδάει η σπίθα από τη μια γενεά στην άλλη, παρά να πηδάς, να καίγεσαι μαζί της. Η πράξη είναι η πλατύτερη θύρα της λύτρωσης. Αυτή μονάχα μπορεί να δώσει απόκριση στα ρωτήματα της καρδιάς. Μέσα στις πολύγυρες περιπλοκές του νου, αυτή βρίσκει το συντομώτερο δρόμο. Όχι βρίσκει. δημιουργάει δρόμο, κόβοντας δεξά ζερβά την αντίσταση της λογικής και της ύλης.
Μια Φλόγα είναι η ψυχή του ανθρώπου. ένα πύρινο πουλί, πηδάει από κλαρί σε κλαρί, από κεφάλι σε κεφάλι, και φωνάζει: «Δεν μπορώ να σταθώ, δεν μπορώ να καώ, κανένας δεν μπορεί να με σβήσει!» Δέντρο φωτιά γίνεται ολομιάς το Σύμπαντο. Ανάμεσα από τους καπνούς και τις φλόγες, αναπαμένος στην κορυφή της πυρκαγιάς, κρατώ αμόλευτο, δροσερό, γαλήνιο, τον καρπό της φωτιάς, το Φως. Από την αψηλή τούτη κορυφή κοιτάζω την κόκκινη γραμμή που ανηφορίζει – τρεμάμενο αιματηρό φωσφόρισμα, που σούρνεται σαν έντομο ερωτεμένο μέσα από τους αποβροχάρικους γύρους του μυαλού μου. Εγώ, ράτσα, άνθρωποι, γης, θεωρία και πράξη, Θεός, φαντάσματα από χώμα και μυαλό, καλά για τις απλοϊκές καρδιές που φοβούνται, καλά για τις ανεμογκάστρωτες ψυχές που θαρρούν πως γεννούνε. Από πού ερχόμαστε; Που πηγαίνουμε; Τι νόημα έχει τούτη η ζωή; φωνάζουν οι καρδιές, ρωτούν οι κεφαλές, χτυπώντας το χάος. Και μια φωτιά μέσα μου κίνησε νʼ απαντήσει.
Μια γλώσσα πύρινη είναι η ψυχή κι αγλείφει και μάχεται να πυρπολήσει τον κατασκότεινο όγκο του κόσμου. Μια μέρα όλο το Σύμπαντο θα γίνει πυρκαγιά. Η φωτιά είναι η πρώτη κι η στερνή προσωπίδα του Θεού μου. Ανάμεσα σε δύο μεγάλες πυρές χορεύουμε και κλαίμε. Λαμποκοπούν, αντηλαρίζουν οι σταχασμοί και τα κορμιά μας. Γαλήνιος στέκουμαι ανάμεσα στις δύο πυρές κι είναι τα φρένα μου ακίνητα μέσα στον ίλιγγο και λέω: Πολύ μικρός είναι ο καιρός, πολύ στενός είναι ο τόπος ανάμεσα στις δύο πυρές, πολύ οκνός είναι ο ρυθμός ετούτος της ζωής – δεν έχω καιρό, δεν έχω τόπο να χορέψω! Βιάζουμαι! Κι ολομεμιάς ο ρυθμός της γης γίνεται ίλιγγος, ο χρόνος εξαφανίζεται, η στιγμή στροβιλίζεται, γίνεται αιωνιότητα, το κάθε σημείο – θες έντομο, θες άστρο, θες ιδέα – γίνεται χορός. Ήταν φυλακή, κι η φυλακή συντρίβεται κι οι φοβερές δυνάμεις μέσα λευτερώνουνται και το σημείο δεν υπάρχει πια!
Γυμνάζω σαν άλογο πολεμικό το σώμα μου, το συντηρώ λιτό, γερό, πρόθυμο. Το σκληραγωγώ και το σπλαχνίζουμαι. Άλλο άλογο δεν έχω. Συντηρώ το μυαλό μου ακοίμητο, λαγαρό, ανήλεο. Το αμολώ να παλεύει ακατάλυτα και να κατατρώει, φως αυτό, το σκοτάδι της σάρκας. Άλλο εργαστήρι να κάνω το σκοτάδι φως δεν έχω. Συντηρώ την καρδιάμου φλεγόμενη, γενναία, ανήσυχη. Νιώθω στην καρδιά μου όλες τις ταραχές και τις αντινομίες, τις χαρές και τις πίκρες της ζωής. Μα αγωνίζουμαι να τις υποτάξω σʼ ένα ρυθμό ανώτερο από το νου, σκληρότερο από την καρδιά μου. Στο ρυθμό του Σύμπαντου που ανηφορίζει.
Νίκος Καζαντζάκης -- «Ασκητική».
maggisoula
Ημερομηνία εγγραφής : 09/03/2011 Αριθμός μηνυμάτων : 3634
Αποστολή των Ελλήνων στον κόσμο η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ... Αυτή είναι η ευαισθησία τους (ευλογία και κατάρα μαζί)... Αυτή είναι το θαύμα (και συγχρόνως το τραύμα) τους!!! Ο Νίκος Καζαντζάκης συνοψίζει με λόγο μεστό, τον ιστορικό ρόλο των ελλήνων στην εξελικτική πορεία της ανθρωπότητας...
Ε κακομοίρη άνθρωπε...... είπε δυνατά....μπορείς να μετακινήσεις βουνά.... να κάμεις θάματα... κι εσύ να βουλιάζεις στην κοπριά....στην τεμπελιά και στην απιστία!... Θεό έχεις μέσα σου... Θεό κουβαλάς και δεν το ξέρεις - το μαθαίνεις μονάχα την ώρα που πεθαίνεις.... μα 'ναι πολύ αργά........ Ας ανασκουμπωθούμε εμείς που το ξέρουμε...... ας σύρουμε μπορεί να μας ακούσουν!.....
Αρχεία
7867869.jpg
Δεν έχετε το δικαίωμα να κατεβάσετε τα attachments.
(72 Kb) Κατεβάστηκε 3 φορές
Αιθηρόη Admin
Ημερομηνία εγγραφής : 28/02/2011 Αριθμός μηνυμάτων : 2443
Μια Φλόγα είναι η ψυχή του ανθρώπου· ένα πύρινο πουλί, πηδάει από κλαρί σε κλαρί, από κεφάλι σε κεφάλι, και φωνάζει: «Δεν μπορώ να σταθώ, δεν μπορώ να καώ, κανένας δεν μπορεί να με σβήσει!»
Δέντρο φωτιά γίνεται ολομεμιάς το Σύμπαντο. Ανάμεσα από τους καπνούς κι από τις φλόγες, αναπαμένος στην κορυφή της πυρκαγιάς, κρατώ αμόλευτο, δροσερό, γαλήνιο, τον καρπό της φωτιάς, το Φως.
Από την αψηλή τούτη κορυφή κοιτάζω την κόκκινη γραμμή που ανηφορίζει – τρεμάμενο αιματερό φωσφόρισμα, που σούρνεται σαν έντομο ερωτεμένο μέσα από τους αποβροχάρικους γύρους του μυαλού μου.
Εγώ, ράτσα, άνθρωποι, γης, θεωρία και πράξη, Θεός, φαντάσματα από χώμα και μυαλό, καλά για τις απλοϊκές καρδιές που φοβούνται, καλά για τις ανεμογγάστρωτες ψυχές που θαρρούν πως γεννούνε.
Από πού ερχόμαστε; Πού πηγαίνουμε; Τι νόημα έχει τούτη η ζωή; φωνάζουν οι καρδιές, ρωτούν οι κεφαλές, χτυπώντας το χάος.
Και μια φωτιά μέσα μου κίνησε ν’ απαντήσει. Θα ‘ρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να καθαρίσει τη γης. Θα ‘ρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να εξαφανίσει τη γης. Αυτή είναι η Δευτέρα Παρουσία.
Μια γλώσσα πύρινη είναι η ψυχή κι αγλείφει και μάχεται να πυρπολήσει τον κατασκότεινο όγκο του κόσμου. Μια μέρα όλο το Σύμπαντο θα γίνει πυρκαγιά.
Η φωτιά είναι η πρώτη κι η στερνή προσωπίδα του Θεού μου. Ανάμεσα σε δυο μεγάλες πυρές χορεύουμε και κλαίμε.
Λαμποκοπούν, αντηλαρίζουν οι στοχασμοί και τα κορμιά μας. Γαλήνιος στέκουμαι ανάμεσα στις δυο πυρές κι είναι τα φρένα μου ακίνητα μέσα στον ίλιγγο και λέω:
Πολύ μικρός είναι ο καιρός, πολύ στερνός είναι ο τόπος ανάμεσα στις δυο πυρές, πολύ οκνός είναι ο ρυθμός ετούτος της ζωής – δεν έχω καιρό, δεν έχω τόπο να χορέψω! Βιάζουμαι!
Κι ολομεμιάς ο ρυθμός της γης γίνεται ίλιγγος, ο χρόνος εξαφανίζεται, η στιγμή στροβιλίζεται, γίνεται αιωνιότητα, το κάθε σημείο – θες έντομο, θες άστρο, θες ιδέα – γίνεται χορός.
Ήταν φυλακή, κι η φυλακή συντρίβεται κι οι φοβερές δυνάμες μέσα λευτερώνουνται και το σημείο δεν υπάρχει πια!
Ο ανώτατος αυτός βαθμός της άσκησης λέγεται: Σιγή. Όχι γιατί το περιεχόμενο είναι η ακρότατη άφραστη απελπισία γιά η ακρότατη άφραστη χαρά κι ελπίδα. Μήτε γιατί είναι η ακρότατη γνώση, που δεν καταδέχεται να μιλήσει, γιά η ακρότατη άγνοια, που δεν μπορεί.
Σιγή θα πεί: Καθένας, αφού τελέψει τη θητεία του σε όλους τους άθλους, φτάνει πια στην ανώτατη κορφή της προσπάθειας – πέρα από κάθε άθλο, δεν αγωνίζεται, δε φωνάζει· ωριμάζει αλάκερος σιωπηλά, ακατάλυτα, αιώνια με το Σύμπαντο.
Αρμοδέθηκε πια, σοφίλιασε με την Άβυσσο, όπως ο σπόρος του αντρός με το σπλάχνο της γυναίκας.
Είναι πια η Άβυσσο η γυναίκα του και τη δουλεύει, ανοίγει, τρώει τα σωθικά της, μετουσιώνει το αίμα της, γελάει, κλαίει, ανεβαίνει, κατεβαίνει μαζί της, δεν την αφήνει!
Πώς μπορείς να φτάσεις στο σπλάχνο της Άβυσσος και να την καρπίσεις; Αυτό δεν μπορεί να ειπωθεί, δεν μπορεί να στριμωχτεί σε λόγια, να υποταχτεί σε νόμους· καθένας έχει και τη λύτρωση τη δική του, απόλυτα ελεύτερος.
Διδασκαλία δεν υπάρχει, δεν υπάρχει Λυτρωτής που ν’ ανοίξει δρόμο. Δρόμος ν’ ανοιχτεί δεν υπάρχει.
Καθένας, ανεβαίνοντας απάνω από τη δική του κεφαλή, ξεφεύγει από το μικρό, όλο απορίες μυαλό του.
Μέσα στη βαθιά Σιγή, όρθιος, άφοβος, πονώντας και παίζοντας, ανεβαίνοντας ακατάπαυτα από κορυφή σε κορυφή, ξέροντας πως το ύψος δεν έχει τελειωμό, τραγούδα, κρεμάμενος στην άβυσσο, το μαγικό τούτο περήφανο ξόρκι:
Ο Ζορμπάς κοίταξε τ' αστέρια, με το στόμα ανοιχτό, σα να τά 'βλεπε για πρώτη φορά.
-Τι γίνεται εκεί απάνω! μουρμούρισε.
Και σε λίγο πήρε την απόφαση, μίλησε.
-Ξέρεις να μου πεις, αφεντικό, είπε κι η φωνή του ασκώθηκε επίσημη, συγκινημένη μέσα στη ζεστή νύχτα, ξέρεις να μου πεις τι πάει να πουν όλα αυτά; Ποιος τα έκαμε; Γιατί τα έκαμε; Και πάνω απ' όλα, ετούτο (η φωνή του Ζορμπά ήταν γεμάτη θυμό και τρόμο): Γιατί να πεθαίνουμε;
-Δεν ξέρω, Ζορμπά! αποκρίθηκα, και ντράπηκα σα να με ρωτούσαν το πιο απλό πράμα, το πιο απαραίτητο, και δεν μπορούσα να το εξηγήσω.
-Δεν ξέρεις! έκαμε ο Ζορμπάς και τα μάτια του γούρλωσαν.
Όμοια γούρλωσαν και μιαν άλλη νύχτα, όταν με ρώτησε αν χορεύω και του αποκρίθηκα πως δεν ξέρω χορό.
Σώπασε λίγο, άξαφνα ξέσπασε:
-Τότε τι ναι αυτά τα παλιόχαρτα που διαβάζεις; Γιατί τα διαβάζεις; Άμα δεν λένε αυτό τι λένε;
-Λένε τη στενοχώρια του ανθρώπου που δεν μπορεί ν' απαντήσει σε αυτά που ρωτάς, Ζορμπά, αποκρίθηκα.
-Να τη βράσω τη στενοχώρια τους! έκαμε ο Ζορμπάς χτυπώντας με αγανάχτηση το πόδι του στις πέτρες.
Ο παπαγάλος στις ξαφνικές φωνές τινάχτηκε απάνω:
-Καναβάρο*! Καναβάρο! έσκουζε σα να ζητούσε βοήθεια.
-Σκασμός και συ! έκαμε ο Ζορμπάς κι έδωκε μια γροθιά στο κλουβί.
Στράφηκε πάλι σε μένα
-Εγώ θέλω να μου πεις από που ερχόμαστε και που πάμε. Του λόγου σου τόσα χρόνια μαράζωσες απάνω στις Σολομωνικές*∙ θα ‘χεις στύψει δυο τρεις χιλιάδες οκάδες χαρτί∙ τι ζουμί έβγαλες;
Τόση αγωνία είχε η φωνή του Ζορμπά, που η πνοή μου κόπηκε, αχ, να μπορούσα να του ‘δινα μια απόκριση!
Ένιωθα βαθιά πως το ανώτατο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος δεν είναι η Γνώση, μήτε η Αρετή, μήτε η Καλοσύνη, μήτε η Νίκη∙ μα κάτι άλλο πιο αψηλό, πιο ηρωικό κι απελπισμένο: Το Δέος, ο ιερός τρόμος. Τι ‘ναι πέρα από τον ιερό τρόμο; ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να προχωρέσει.
-Δεν απαντάς; έκαμε ο Ζορμπάς με αγωνία.
Δοκίμασα να δώσω στο σύντροφό μου να καταλάβει τι είναι ο ιερός τρόμος: