Η ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΞΑΤΟΜΙΚΕΥΣΗΣ
Αν, όμως, η ψυχική υγεία του ατόμου και η πρόοδος του πολιτισμού
εξαρτώνται τόσο πολύ απ’ την κατάλληλη έκφραση της θρησκευτικής
λειτουργίας, ποια λύση υπάρχει γι’ αυτούς που δεν μπορούν να επιστρέψουν σε
καμιά Εκκλησία, ή να βρουν στο «Χριστιανικό Δράμα» καμιά ικανοποιητική
έκφραση των αναγκών τους;
Ο Γιούνγκ βρήκε πως η λύση στο πρόβλημα αυτό άρχισε να διαγράφεται
βαθμιαία μέσα απ’ την μακρόχρονη εργασία του με τους ασθενείς του και
δανείστηκε τη λέξη «εξατομίκευση» για να την περιγράψει. Διαπίστωσε πως
υπήρχε ένας, σχετικά, μεγάλος αριθμός ανθρώπων που, ενώ είχαν θεραπευτεί,
με την τρέχουσα σημασία της λέξης, είτε επέμειναν να συνεχίζουν την
αναλυτική τους θεραπεία,
«τη διαλεκτική συζήτηση μεταξύ της συνειδητής και της ασυνείδητης ψυχής»,
ή την συνέχιζαν μόνοι τους, μακριά από τον ψυχαναλυτή. Οι άνθρωποι αυτοί
ήταν ώριμοι και δεν «κρεμιόντουσαν» απ’ τον αναλυτή τους από φόβο για τη
ζωή τους ή εξαιτίας αυτής της περίεργης προσκόλλησης, που ονομάζεται
«μεταβίβαση» στην ψυχολογική γλώσσα. Το θέμα ήταν πως ασυνείδητα, αλλά
και ακλόνητα αναζητούσαν ένα σκοπό, που συχνά καθοριζόταν σαν
αναζήτηση της ολοκλήρωσης – αυτής της μυστήριας οντότητας του
«ακέραιου ανθρώπου» – και που απαιτούσε τη δημιουργία ενός δεσμού
ανάμεσα στη συνειδητή και την ασυνείδητη πλευρά της ψυχής. Την εμπειρία
αυτή θα μπορούσε κανείς να την διατυπώσει και σαν την ανακάλυψη του Θεού
μέσα μας, ή την πλήρη βίωση του αρχέτυπου του «εαυτού».
Πρόκειται για μια κατάσταση που δε μπορεί να τη φτάσει κανείς χωρίς να
υποφέρει και απαιτεί την ελεύθερη αποδοχή πολλών πραγμάτων που ο
συνηθισμένος άνθρωπος τα αρνείται. Η ανάλυση δεν είναι ο μόνος τρόπος να
αγγίξει κανείς το σκοπό αυτό, αλλά είναι ο τρόπος που ταιριάζει καλύτερα στο
σύγχρονο δίλημμα. Το δίλημμα αυτό το συνοψίσαμε σ’ ένα απόσπασμα που
παραθέσαμε ήδη:
«Δεν υπάρχει καμιά θεότητα στη (σύγχρονη) μαντάλα, ούτε υποταγή και
συμφιλίωση με μια θεότητα. Τη θέση της θεότητας φαίνεται να την έχει πάρει η
ολική έννοια του ανθρώπου».
«Η διαδικασία της εξατομίκευσης» αναπτύσσεται βαθμιαία μέσα στη ζωή
ενός ανθρώπου, πιο χαρακτηριστικά στο δεύτερο μισό της ζωής του και
παρότι ο Γιούνγκ την παρατήρησε στους «ασθενείς» του, δεν πρέπει να
νομίζουμε πως πρόκειται για νευρωσικό ή παθολογικό φαινόμενο.
Το να είσαι ακέραιος σημαίνει να συμφιλιωθείς μ’ αυτές τις πλευρές της
προσωπικότητας, που δεν έχουν συμπεριληφθεί σ’ αυτήν. Οι πλευρές αυτές,
συχνά, αλλά όχι πάντοτε, είναι κατώτερες, γιατί υπάρχουν άνθρωποι που δε
ζουν στο ύψος των δυνατοτήτων, που υπάρχουν έμφυτες μέσα τους. Όταν
αναζητάει κανείς την ολοκλήρωση δε μπορεί να αναπτύξει τη νόησή του με
αντίτιμο την απώθηση του ασυνείδητου όπου, αντίθετα, μπορεί να ζήσει σε μια
κατάσταση λίγο πολύ ασυνείδητη.
«Το συνειδητό και το ασυνείδητο δεν σχηματίζουν ένα όλο όταν το ένα
καταπιέζεται ή βλάπτεται από το άλλο. Αν πρέπει να αντιπαλέψουν, ας αγωνιστούν,
τουλάχιστον, δίκαια με ίσα δικαιώματα. Και τα δύο είναι πλευρές της ζωής. Το
συνειδητό θα πρέπει να υπερασπίσει τη λογική του και να προστατέψει τον εαυτό
του• και η χαοτική ζωή του ασυνείδητου θα πρέπει να έχει κι αυτή την ευκαιρία να
εκφραστεί – όσο το αντέχουμε. Αυτό σημαίνει ανοιχτή πάλη, αλλά και ανοιχτή
συνεργασία. Έτσι θάπρεπε φυσικά να είναι η ανθρώπινη ζωή. Είναι το παλιό
παιχνίδι της σφύρας και του άκμονα: ανάμεσά τους το σίδερο δουλεύεται και
γίνεται ένα αδιάσπαστο σύνολο, ένα «άτομο». Αυτό εννοώ, σε χοντρές γραμμές,
με τη διαδικασία της εξατομίκευσης» .
Ο ολόκληρος άνθρωπος είναι ένα άτομο, μα δεν είναι ατομιστής, πράγμα
που σημαίνει εγωκεντρικός. Ο ατομισμός χρησιμοποιείται, συχνά, σαν μια
δικαιολογία για να αναπτύσσουμε ιδιαιτερότητες σε θάρρος άλλων ατόμων, ή
να φερόμαστε εγωιστικά. Ο εξατομικευμένος άνθρωπος, αντίθετα, μέσα
από την αποδοχή του ασυνείδητου και χωρίς να χάσει τη συνείδηση της
μοναδικής του προσωπικότητας, έχει κατανοήσει τον αδερφικό του δεσμό με
όλα τα ζωντανά όντα, ακόμα και με την ανόργανη ύλη κι ολόκληρο το σύμπαν.
«Κανένας άνθρωπος δεν είναι ένα νησί, αποκομμένο και μόνο του. Ο κάθε
άνθρωπος είναι ένα μέρος της γης, ένα κομμάτι της κοινής στερεάς. Αν η θάλασσα
παρασύρει ένα βράχο, η Ευρώπη γίνεται μικρότερη, το ίδιο και αν παρασύρει ένα
ακρωτήρι, ή το σπίτι των φίλων σου ή το δικό σου. Ο θάνατος του κάθε ανθρώπου
με μειώνει γιατί είμαι ένα με το Ανθρώπινο Γένος. Γι αυτό ποτέ μην κοιτάς να
μάθεις για ποιόν χτυπάει η καμπάνα• χτυπάει για σένα».
Η εξατομίκευση δεν είναι, συνήθως, ούτε σκοπός ούτε ιδανικό για τους πολύ
νέους, αλλά μάλλον για το ώριμο άτομο ή γι’ αυτούς που αναγκάστηκαν από
μια σοβαρή αρρώστια, μια νεύρωση ή μια ασυνήθιστη εμπειρία, ν’ αφήσουν το
γνώριμο σίγουρο μονοπάτι και να ψάξουν για ένα νέο τρόπο ζωής. Αυτό,
πολλές φορές, συμβαίνει στους μεσόκοπους ανθρώπους, που ενώ πέτυχαν στην
καριέρα που διάλεξαν, ξαφνικά νιώθουν ένα αίσθημα αδειοσύνης και η ζωή
τους φαίνεται χωρίς νόημα. Μια τέτοια περίπτωση περιγράφει με λεπτομέρειες
ο Γιούνγκ στο The Integration of the Personality (Η Ολοκλήρωση της
Προσωπικότητας).
Ο Γιούνγκ πιστεύει πως είναι πολύ σημαντικό να διακρίνουμε αυτά που
ονομάζει «στάδια της ζωής». Το πρώτο μισό της ζωής το παρομοιάζει με το
πρωί, όταν ο ήλιος ανατέλλει απ’ τον ορίζοντα και σκαρφαλώνει αργά προς το
μεσημβρινό. Το δεύτερο μισό προς το δειλινό όταν ο ήλιος, ολοκληρώνοντας
την καμπύλη του, βυθίζεται ξανά και χάνεται. Ότι ταιριάζει στο πρωινό της
ζωής δεν είναι κατάλληλο για το δειλινό. Ο νέος άντρας χρειάζεται να
εδραιώσει τη θέση του στον κόσμο, να βρει την κατάλληλη γυναίκα και να
χτίσει μια οικογένεια, η νέα γυναίκα να παντρευτεί, να κάνει παιδιά και να
εκπληρώσει τις κοινωνικές υποχρεώσεις της θέσης της. Χρειάζονται και οι
δύο να συγκεντρώσουν την προσοχή τους σε μια πλευρά της προσωπικότητάς
τους: στην περίπτωση του άντρα είναι η ανάπτυξη της νοημοσύνης του ή του
ειδικού ταλέντου και στην περίπτωση της γυναίκας η θυσία αυτών των
χαρισμάτων και ιδιοτήτων που θα την βοηθήσουν ν’ αφήσει τη σφραγίδα της
στον κόσμο. Και απ’ τους δυό απαιτείται, χρησιμότητα, αποτελεσματικότητα,
κοινωνική προσαρμογή και η ενέργειά τους πρέπει να στραφεί προς αυτή την
κατεύθυνση. Η κοινωνία μας βασίζεται πάνω στην επιστημονική γνώση και την
τεχνική επιδεξιότητα και για να τα αποχτήσει αυτά ο άνθρωπος αναγκάζεται,
αναπόφευκτα, να αναπτυχθεί μονόπλευρα, ακονίζοντας το συνειδητό μυαλό
του και απωθώντας την ενστικτική του φύση. Δυστυχώς, συχνά, απαιτείται και
από τις γυναίκες ν’ ακολουθήσουν αυτό το δρόμο• έτσι πληρώνουν κι οι δυο
ένα βαρύ τίμημα για την ανάπτυξη του συνειδητού της. Φαίνεται πως το
αντίτιμο αυτό μπορούν να το πληρώσουν πολλοί νέοι, αν και υπάρχουν
ανάμεσά τους μερικοί που δε μπορούν ν’ αδιαφορήσουν για την πραγματική
τους φύση και σαν αποτέλεσμα καταρρέουν ή αρρωσταίνουν. Αλλά, για
πολλούς απ’ τους ανθρώπους που βρίσκονται στο δεύτερο μισό της ζωής τους,
γίνεται επιτατική ανάγκη να καταλάβουν αυτές τις πλευρές του εαυτού τους,
που έχουν βίαια και ανενδοίαστα απωθήσει μέσα στον αγώνα τους για την
επιβίωση και την αναζήτηση της φιλοδοξίας ή της ηδονής. Υπάρχει μια
σημαντική αύξηση στις περιπτώσεις κατάθλιψης και στις νευρικές διαταραχές
γύρω στην ηλικία των σαράντα χρόνων, όταν οι φιλοδοξίες της νεότητας δεν
ικανοποιούν πια, ενώ τα ιδανικά και οι αξίες έχουν χάσει κάτι από τη λάμψη
και τη σπουδαιότητά τους.
Το πρόβλημα του άλλου μισού της ζωής είναι να βρει κανείς νέο νόημα και
νέους στόχους ζωής• κι αυτά, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, μπορεί κανείς να
τα βρει καλύτερα στην παραμελημένη, κατώτερη και υποανάπτυκτη πλευρά
της προσωπικότητας. Ωστόσο, πολλοί άνθρωποι δε μπορούν ν’ αντιμετωπίσουν
μια τέτοια δυνατότητα και προτιμούν να αρπάζονται απ’ τις αξίες των νιάτων
τους, και μάλιστα να τις κυνηγούν συχνά με υπερβολική ματιά. Γι’ αυτούς η
έννοια εξατομίκευση δεν έχει κανένα νόημα.
Πολλές φορές η διαδικασία εξατομίκευσης περιγράφεται σαν ένα
ψυχολογικό ταξίδι. Μπορεί να είναι ένα μονοπάτι στριφογυριστό και
γλιστερό, μερικές φορές μάλιστα μπορεί να σ’ οδηγεί γύρω-γύρω σε κύκλο. Η
πείρα έχει αποδείξει ωστόσο πως η πιο σωστή περιγραφή της διαδρομής είναι
η ανέλιξη.
Στο ταξίδι αυτό, ο ταξιδιώτης πρώτα πρέπει να συναντήσει τη «σκιά» του και
να μάθει να ζει μ’ αυτή την αλλόκοτη και συχνά τρομαχτική πλευρά του
εαυτού του: δεν μπορεί να φτάσει κανείς στην ολοκλήρωση χωρίς την
αναγνώριση των αντιθέτων. Θα συναντήσει, ακόμα, τα αρχέτυπα του
συλλογικού ασυνείδητου και θ’ αντιμετωπίσει τον κίνδυνο να υποκύψει στην
περίεργη γοητεία τους. Αν είναι αρκετά τυχερός θα βρει στο τέλος τον
«απρόσιτο θησαυρό», το διαμαντένιο σώμα, το Χρυσό Άνθος, τον Λίθο,
ή οποιοδήποτε άλλο όνομα έχει διαλεχτεί για να χαρακτηρίσει το αρχέτυπο
της ολοκλήρωσης, του εαυτού. Δε μπορεί να είναι σίγουρος κανείς πως θα
φτάσει το σκοπό του, οι κίνδυνοι στο δρόμο του είναι μεγάλοι:
«Αν και όλα βιώνονται, με τη μορφή της εικόνας, δηλαδή συμβολικά, αυτό δε
σημαίνει καθόλου πως πρόκειται για φανταστικούς κινδύνους• οι κίνδυνοι είναι
πολύ πραγματικοί και απ’ αυτούς μπορεί να εξαρτηθεί η μοίρα μιας ολόκληρης
ζωής. Ο κυριότερος κίνδυνος είναι να υποκύψει κανείς στη μαγική έλξη των
αρχέτυπων. Αν συμβεί κάτι τέτοιο μπορεί να μείνουμε στάσιμοι είτε σε μια
συμβολική κατάσταση, είτε σε μια ταυτοποίηση με μιαν αρχετυπική
προσωπικότητα».
Είναι αυτό που έχουμε ήδη περιγράψει σαν «διόγκωση».
Το ασυνείδητο μπορούμε να το γνωρίσουμε μόνο με την πείρα, όταν έχει πάψει
πια να είναι ασυνείδητο με την πραγματική έννοια του όρου και παρουσιάζεται
σαν διάφορες περίεργες, παράλογες, χαοτικές και, φαινομενικά, χωρίς νόημα,
ιδέες, φαντασιώσεις ή όνειρα και οράματα, που μπορούν να εμφανίζονται
ξαφνικά κατά καιρούς ή να κατακλύζουν βίαια το άτομο. Όποιος περνάει απ’
αυτή την εμπειρία είναι πιθανό να φοβηθεί ότι θα τρελαθεί. Κι αυτός είναι ο
λόγος που η παρουσία του αναλυτή – κάποιου που έχει δει αυτό το πράγμα να
συμβαίνει κι άλλη φορά και ξέρει πως δε θα κατακλύσει, οπωσδήποτε ή μόνιμα,
τη συνείδηση, κάποιου που μπορεί να προσφέρει αναλογίες και να πει με
σιγουριά «κι άλλοι άνθρωποι πέρασαν από δω και κέρδισαν κάτι πολύτιμο απ’
αυτή την εμπειρία» – μπορεί να έχει μια ηρεμιστική και βοηθητική επίδραση.
«Η ψυχολογική ανάλυση αυτών των εικόνων, που δε μπορούν ν’ αποσιωπηθούν ή ν’
αγνοηθούν, οδηγεί κανονικά στα βάθη της θρησκευτικής φαινομενολογίας. Η
ιστορία της θρησκείας, με την ευρύτερη έννοιά της, (πού συμπεριλαμβάνει,
επομένως, τη μυθολογία, τα λαϊκά παραμύθια και την πρωτόγονη ψυχολογία), είναι
ένα θησαυροφυλάκιο από αρχετυπικές μορφές, απ’ το οποίο ο γιατρός μπορεί να
αντλήσει χρήσιμες, ανάλογες και εύστοχες παρομοιώσεις, που θα ηρεμήσουν και
θα διαφωτίσουν μια συγχυσμένη συνείδηση. Είναι απόλυτα απαραίτητα να
πλαισιώνει κανείς αυτές τις εικόνες, που ξεπηδούν τόσο περίεργες κι απειλητικές
μπροστά στα μάτια της ψυχής, μ’ ένα πλέγμα συγγενικών ιδεών, που τις κάνει πιο
ευκολονόητες».
Ο Γιούνγκ χρησιμοποιεί πολύ τους μυθικούς παραλληλισμούς γι’ αυτό το
σκοπό. Έχει, επίσης, ανακαλύψει μιαν απρόσμενη συγγένεια ανάμεσα στον
ατομικό συμβολισμό του ονείρου και τη μεσαιωνική αλχημεία.
Την Αλχημεία οι πολλοί την θεωρούν σαν μια δεισιδαιμονική ανοησία ή
τουλάχιστον σαν ένα περίεργο ιντερλούδιο που προηγήθηκε απ’ την ανάπτυξη
της επιστήμης της χημείας. Πολύ λίγοι ξέρουν πως την αλχημεία την πήραν
πολύ σοβαρά άνθρωποι, όπως ο Θωμάς ο Ακινάτης, ο Ισαάκ Νεύτωνας, ο
Ρόμπερτ Μπόυλ και πως είχε σημαντικές σχέσεις και με τη μεσαιωνική
φιλοσοφία και με τη θρησκεία. Τον αλχημιστή τον θεωρούμε σαν κάποιον που
προσπαθούσε να φτιάξει χρυσάφι και σίγουρα υπήρχαν πολλοί τέτοιοι, αλλά
υπήρχαν και πολλοί άλλοι – ενάρετοι και έξυπνοι άνθρωποι – για τους οποίους
οι χημικές διαδικασίες που εφάρμοζαν ήταν, σε μεγάλο βαθμό, συμβολικές και
οι τελικοί τους στόχοι δεν ήταν η δημιουργία του χρυσαφιού, αλλά η
ανακάλυψη της «φιλοσοφικού λίθου». Αυτή η μυστήρια πέτρα – που περιείχε
μέσα της ολόκληρο το μυστικό της «τέχνης» ήταν από τη μια προϊόν της
δουλειάς τους κι από την άλλη ένα δώρο του Θεού χωρίς το οποίο η αλχημεία
δε θα μπορούσε να υπάρχει. Έτσι και περιείχε ένα πνεύμα και ήταν η ίδια το
πνεύμα. Αναζητώντας το ο αλχημιστής προσπαθούσε ν’ απελευθερώσει το
πνεύμα που πίστευε ότι έκρυβε μέσα της η ύλη και κάνοντάς το αυτό
διατηρούσε τη γέφυρα με τη φύση – δηλαδή την ασυνείδητη ψυχή – που η
Εκκλησία, με την έμφαση που έβαζε στην αμαρτωλή της υπόσταση,
προσπαθούσε σταθερά να την καταστρέψει.
Οι αλχημιστές πίστευαν πως ήταν καλοί Χριστιανοί, αλλά, όπως και πολλοί
σύγχρονοί μας, προτιμούσαν ν’ αναζητούν τη γνώση μέσα απ’ την προσωπική
τους εμπειρία, αντί ν’ αποδεχτούν την πίστη, πάνω στην όποία επιμένει η
παράδοση. Χρησιμοποίησαν τις χημικές τους διαδικασίες για να δημιουργούν
οράματα και κατέγραφαν τις εμπειρίες τους με σύμβολα, που έχουν πολλές
συνάφειες με τα σημερινά όνειρα.
Μπορεί κανείς να κάνει κι άλλους παραλληλισμούς ανάμεσα στην αλχημεία και
την αναλυτική διαδικασία. Βέβαια η τελευταία δε χρειάζεται φωτιές και
ξόρκια, αλλά «(όταν ένας ασθενής ονειρεύεται) πως βάζει ένα δοχείο πάνω
στη φωτιά, τότε ξέρουμε πως γίνεται κάποια μεταβολή».
Δε φτάνει, πάντως, να ονειρεύεται κανείς περίεργα όνειρα ή να έχει
εντυπωσιακές εμπειρίες. Πολλοί άνθρωποι έχουν μια πλούσια φαντασιωτική
ζωή, χωρίς θετικά αποτελέσματα – αντίθετα μάλιστα. Αυτός που μπορεί να δει
τα αρχέτυπα στα όνειρά του, ακόμα και τα αρχέτυπα του εαυτού, χωρίς μια
αντίστοιχη ανάπτυξη της πραγματικότητας, είναι σαν ένα λουλούδι που άνθισε
τη νύχτα και μαράθηκε την αυγή, χωρίς ν’ αφήσει σπόρο. Ο άνθρωπος, που
ξεκίνησε ηθελημένα ή αθέλητα το δρόμο αυτό, θα πρέπει ν’ αγαπήσει και να
καλλιεργήσει όποια φυτά, περίεργα, άσχημα ή όμορφα του παρουσιαστούν.
Πρέπει να δουλέψει με το υλικό που έχει, περιγράφοντας, ζωγραφίζοντας ή
πλάθοντάς το, προσπαθώντας, με κάθε τρόπο, να του δόσει μια μορφή κάτω
από την οποία μπορεί να κοιταχτεί και να μελετηθεί και να φανεί το κρυφό του
νόημα. Απ’ αυτή την άποψη η δουλειά του αναλυτή μπορεί να παρομοιαστεί με
το έργο του αλχημιστή, και η μεταβολή που ελπίζει ότι θα γίνει είναι
παρόμοια με την αλχημική μετουσίωση.
Ο Γιούνγκ χρησιμοποίησε, επίσης, αναλογίες απ’ την Ανατολή, και ιδιαίτερα
την Κίνα, στη δουλειά του και τα γραφτά του. Η επαφή με τον κινεζολόγο
Ρίτσαρντ Βίλχελμ ήταν αυτή που τον οδήγησε, αρχικά, να διατυπώσει την
έννοια της εξατομίκευσης και σε συνεργασία μ’ αυτόν δημοσίευσαν το
«Μυστικό του Χρυσού Άνθους». Στο βιβλίο αυτό διερευνάται η στενή σχέση
ανάμεσα σε μια μέθοδο του Κινέζικου μυστικισμού και στην εμπειρία του
ατόμου στο δρόμο για την εξατομίκευση. Η κινεζική φιλοσοφία, πάνω στην
οποία βασίζεται η μέθοδος του διαλογισμού που περιγράφεται στο Χρυσό
Άνθος, είναι
«σε κάποιο βαθμό κοινό σημείο όλων των κινέζικων φιλοσοφικών ρευμάτων.
Στηρίζεται στην αρχή ότι το σύμπαν και ο άνθρωπος, σε τελευταία ανάλυση,
υπακούουν στον ίδιο νόμο. Ότι ο άνθρωπος είναι ένας μικρόκοσμος και ότι δε
χωρίζεται με αμετακίνητα φράγματα απ’ το μακρόκοσμο. Οι ίδιοι νόμοι ισχύουν
και για τους δυο και ένας δρόμος οδηγεί απ’ τον ένα στον άλλον. Η ψυχή και το
σύμπαν είναι το ένα για το άλλο ότι και ο εσωτερικός κόσμος με τον εξωτερικό.
Έτσι, ο άνθρωπος συμμετέχει σ’ όλα τα συμπαντικά γεγονότα και είναι δεμένος μ’
αυτά και συνυφασμένος τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά. Το Ταό, ο Δρόμος
κυβερνά τον άνθρωπο, όπως ακριβώς κυβερνά και την ορατή και αόρατη φύση
(τον ουρανό και τη γη)».
«Το Ταό, το αδιαίρετο, το Μέγα Ένα, γεννά δύο αντίθετες αρχές της
πραγματικότητας, το σκοτάδι και το φως, το γίν και το γιάνγκ, και ο δυαδισμός, με
τον οποίο ασχολείται το Χρυσό Άνθος είναι η μέθοδος συμφιλίωσης αυτών των
αντιθέτων.
Τι συμβαίνει, όμως, με το άτομο που έχει περάσει από τη δοκιμασία της
εξατομίκευσης; Ο Γιούνγκ λέει πάνω σ’ αυτό:
«Είναι σαν ένας ποταμός που είχε ξεστρατίσει σε μικρά ρηχά ρέματα και έλη, να
βρήκε ξαφνικά το δρόμο του για την κανονική του κοίτη, ή σαν μια πέτρα που
στεκόταν πάνω σ’ ένα σπόρο, εμποδίζοντάς τον να φυτρώσει και να σηκώθηκε
ξαφνικά αφήνοντας το βλαστάρι να πεταχτεί για να συνεχίσει τη φυσική του
ανάπτυξη».
Η προσωπικότητα απελευθερώνεται, γιατρεύεται, μεταμορφώνεται και
γίνεται ατομική με την πιο πλήρη έννοια της λέξης, χωρίς να γίνει
ατομικιστική! _
Της Φρίντα Φόρνταμ,
Από το βιβλίο: «ΤΙ ΕΙΠΕ Ο ΓΙΟΥΝΓΚ»
Εκδ. ΓΛΑΡΟΣ