Η Ελληνική Θρησκεία και οι Θρησκευτικές Τελετές
Η Αρχαία Ελληνική Θρησκεία διέφερε σημαντικά από τις αρχαιότερες δοξασίες και
κυρίως τον Ιουδαϊσμό, διότι δεν αποτελούνταν από μια σειρά ηθικών κανόνων που όφειλε να
ακολουθεί ο πιστός, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν στοιχεία ηθικής δικαιοσύνης. Η
θρησκευτικότητα των Αρχαίων Ελλήνων εκφραζόταν κατά κύριο λόγο μέσα από την τέχνη, που
τιθόταν στην υπηρεσία του θρησκευτικού αισθήματος των πιστών. Η πλαστική, η
αρχιτεκτονική, η ζωγραφική αλλά και η ποίηση εξυπηρετούσαν, σχεδόν αποκλειστικά, την
θρησκεία ευρισκόμενες όμως και σε μια διαλεκτική σχέση με τον εαυτό τους, δηλαδή μια
αυτόνομη εξέλιξη, ανεξάρτητη από την σχέση τους με την θρησκεία. Το γεγονός ότι οι Έλληνες
εξέφραζαν την θρησκευτικότητά τους σχεδόν σε κάθε δραστηριότητα της ζωής τους, τους
παρουσίαζε ως τους ευσεβέστερους ανάμεσα στους συγχρόνους τους λαούς. Φαίνεται, όμως,
ότι οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν την θρησκεία ως πρόφαση για να δημιουργήσουν τέχνη για την
τέχνη, πράγμα που είναι οξύμωρο αλλά δείχνει και το ανώτατο πνευματικό στάδιο διαλεκτικής,
εκούσιο ή ακούσιο, στο οποίο έφθασε ο Ελληνικός Πολιτισμός.
Η ιδιομορφία της Αρχαίας Ελληνική Θρησκείας δεν περιορίζεται μόνο στην σχέση της
με την τέχνη. Άλλο ιδιαίτερο στοιχείο υπήρξε η αντιδιαστολή επίσημης θρησκείας και ατομικής
θρησκευτικότητας του κάθε πολίτη. Η επίσημη θρησκεία εξυπηρετούνταν από εντυπωσιακές
τελετές, μεγαλοπρεπείς πομπές και τυπολατρικές θυσίες, που δεν είχαν άλλο σκοπό παρά την
εκπλήρωση του συλλογικού θρησκευτικού αισθήματος. Κατά τόπους, όμως, και περισσότερο σε
ατομικό ή στενά τοπικό επίπεδο, η λατρεία παλαιών λατρευτικών αντικειμένων, όπως οι τρεις
αλάξευτες πέτρες στον Ορχομενό Βοιωτίας ή ένα κομμάτι ξύλο στην Θήβα, φαίνεται ότι ήταν
σημαντικότερες της επίσημης θρησκείας. Παρ’ όλα αυτά, η πλειονότητα των Ελλήνων
συμμετείχε συνειδητά στις επίσημες θρησκευτικές εορτές των κλασικών χρόνων, οι οποίες
διεξάγονταν σε διάφορες τοποθεσίες ανά τον ελλαδικό χώρο. Στην Αττική, οι σημαντικότερες
εορτές ήταν τα Παναθήναια, τα Διονύσια, τα Ανθεστήρια, τα Λήναια, τα Αρρηφόρια, τα Διάσια,
τα Διιπόλια, τα Θαργήλια, τα Πυανόμια και τα Πλυντήρια.
ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΑΤΤΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
Μήνας τέλος / αρχή
Εκατομβαιών Ιούλιος / Αύγουστος
Μεταγειτνιών Αύγουστος / Σεπτέμβριος
Βοηδρομιών Σεπτέμβριος / Οκτώβριος
Πυανοψιών Οκτώβριος / Νοέμβριος
Μαιμακτηριών Νοέμβριος / Δεκέμβριος
Ποσειδεών Δεκέμβριος / Ιανουάριος
Γαμηλιών Ιανουάριος / Φεβρουάριος
Ανθεστηριών Φεβρουάριος / Μάρτιος
Ελαφηβολιών Μάρτιος / Απρίλιος
Μουνυχιών Απρίλιος / Μάιος
Θαργηλιών Μάιος / Ιούνιος
Σκιροφοριών Ιούνιος / Ιούλιος
Τα Παναθήναια ήταν η σημαντικότερη θρησκευτική γιορτή των Αθηναίων προς τιμήν
της πολιούχου θεάς Αθηνάς. Εκτός από τα ετήσια Παναθήναια, που εορτάζονταν στο τέλος
Ιουλίου, το τρίτο έτος κάθε Ολυμπιάδας και στην θέση των ετησίων Παναθηναίων οι Αθηναίοι
εόρταζαν τα Μεγάλα Παναθήναια, διαρκείας τεσσάρων ημερών.
Την νύχτα της παραμονής τηςτελέσεως της γιορτής γινόταν η παννυχίς, με χορούς παρθένων και νέων καθώς και με
λαμπαδηφορία, δηλαδή αγώνα δρόμου με αναμμένους δαυλούς.
Οι νικητές ελάμβαναν σε όλους
τους αγώνες της εορτής ως έπαθλο παναθηναϊκό αμφορέα, γεμάτο με λάδι από τις ιερές ελιές
της Αθήνας (μορίας) καθώς και κλάδους ελιάς από τα ίδια δένδρα. Με την ανατολή του ηλίου
άρχιζε η μεγάλη πομπή των Παναθηναίων, που ξεκινούσε από το Δίπυλο στον Κεραμικό και
κατέληγε στην Ακρόπολη, καλύπτοντας μια διαδρομή 1.050 μ. Οι συμμετέχοντες στην πομπή
μετέφεραν, τα πρώτα χρόνια στον παλαιό ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη και, αργότερα, μετά
την οικοδόμησή του, στον Παρθενώνα, τις προσφορές προς την θεά και κυρίως τον ιερό πέπλο,
ένα τετράγωνο ύφασμα που το είχαν υφάνει οι κόρες των επιφανέστερων αθηναϊκών
οικογενειών. Ο πέπλος είχε το χρώμα κρόκου αυγού (υποκίτρινος) και έφερε κεντημένες σκηνές
από την μυθολογική γιγαντομαχία στην οποία είχε διακριθεί η Αθηνά.
Ο πέπλος τοποθετούντανσε σχήμα Ι στην θέση του ιστίου τροχοφόρου πλοίου, που αποτελούσε το κέντρο της πομπής,
και περιστοιχιζόταν από κόρες που μετέφεραν σε κάνιστρα πάνω στο κεφάλι τους τις προσφορές
για την θεά. Στην πομπή μετείχαν ακόμη ηλικιωμένοι ευγενείς, με κλάδους ελιάς στο χέρι,
έφιπποι νέοι, μέτοικοι, αντιπρόσωποι φιλικών ή συμμαχικών προς τους Αθηναίους Πόλεων
αλλά και πολλές αγελάδες και πρόβατα για τις θυσίες στους βωμούς της θεάς στην Ακρόπολη.
Μετά το πέρας των θυσιών, το κρέας των ζώων καταναλωνόταν από τον λαό, ο οποίος ευχόταν
μια καλή γεωργική χρονιά για την Πόλη των Αθηνών.
Άλλη γιορτή που διεξαγόταν στην Αθήνα ήταν τα Διονύσια. Στην πραγματικότητα ήταν
δύο γιορτές: τα "εν άστει" και τα "κατ’ αγρούς" Διονύσια. Τα "εν άστει" εορτάζονταν στο τέλος
Μαρτίου / αρχές Απριλίου στον ναό του Διονύσου, στους πρόποδες της Ακροπόλεως. Ήταν
πολυήμερη γιορτή και στην κορύφωσή της μεταφερόταν το ξόανο του θεού, εν πομπή και δια
του Κεραμικού, στο ιερό του Διονύσου. Η γιορτή είχε εύθυμο χαρακτήρα, περιλάμβανε θυσία
ταύρου και το κύριο έμβλημά της ήταν ο φαλλός, σύμβολο γονιμότητας. Μετά την ολοκλήρωση
της πομπής, οι πολίτες περιδιάβαζαν την πόλη χορεύοντας και τραγουδώντας. Οι επόμενες
ημέρες αφιερώνονταν στα δρώμενα (δραματοποιημένο ιερό θέαμα). Παρόμοια διαδικασία με τα
"εν άστει" γινόταν και στα "κατ’ αγρούς" Διονύσια μόνο που αυτά εορτάζονταν τέλη
Δεκεμβρίου / αρχές Ιανουαρίου στους μεγάλους δήμους της Αττικής.
Μια ακόμη γιορτή που ήταν αφιερωμένη στον Διόνυσο ήταν τα Ανθεστήρια.
Γιορτάζονταν τέλη Φεβρουαρίου / αρχές Μαρτίου και ήταν αφιερωμένα στο άνοιγμα των
πιθαριών του νέου κρασιού, που είχε τοποθετηθεί εκεί πριν μερικούς μήνες. Οι παρευρισκόμενοι
έπιναν προς τιμήν του θεού ευχόμενοι να είναι καλόπιοτος ο καινούριος οίνος. Μέχρι και οι
δούλοι είχαν το δικαίωμα να πιουν εκείνες τις μέρες. Η πομπή κατευθυνόταν από τους αγρούς
στο εν Λίμναις ιερό του Διονύσου (κάπου κοντά στην Ακρόπολη) ενώ τον Διόνυσο πάνω στο
τροχοφόρο πλοίο υποδυόταν ο άρχων βασιλεύς. Στο ιερό συναντούσε την σύζυγό του και δέκα
τέσσερις Αθηναίες, συζύγους αξιότιμων πολιτών, για να επιτελέσουν τις ιερουργίες στους
ισάριθμους βωμούς των θεών.
Ο άρχων βασιλεύς και η σύζυγός του αποτελούσαν το ιερό ζεύγος
που θα τελούσε τον μυστικό γάμο για την καλή βλάστηση των καρπών στους αγρούς. Το
απόγευμα γίνονταν αγώνες οινοποσίας για να γιορτασθεί ο ιερός γάμος ενώ οι συμμετέχοντες
στις γιορτές είχαν δικαίωμα να πειράζουν λεκτικά τους συμπολίτες τους στους δρόμους.
Η τελευταία ewRoman]μέρα των Ανθεστηρίων ήταν αφιερωμένη στους νεκρούς και στον Χθόνιο Ερμή, τον
ψυχοπομπό. Η μέρα ήταν πένθιμη και οι προσφορές απευθύνονταν προς τις ψυχές των νεκρών,
όπως στα χριστιανικά ψυχοσάββατα.
Τα Λήναια ήταν μια ακόμη γιορτή αφιερωμένη στον Διόνυσο, ο οποίος τώρα έπαιρνε
νέα μορφή. Δεν ήταν ο θεός που συμβόλιζε την γονιμότητα αλλά ο εκστατικός, ο οργιαστικός
Διόνυσος. Τα Λήναια εορτάζονταν τέλος Ιανουαρίου / αρχές Φεβρουαρίου. Οι λήνες ή βάκχες,
διονυσιακές μαινάδες δηλαδή, προσέρχονταν στο εν Λήμναις ιερό του Διονύσου, στόλιζαν ένα
ξόανο του θεού και χόρευαν υπό τον ήχο τυμπάνων και αυλών κρατώντας πυρσούς και δάδες.
Τα Αρρηφόρια ήταν γιορτή προς τιμήν της Αθηνάς. Η τελετή γινόταν τέλος Ιουνίου /
αρχές Ιουλίου και δύο μικρά κορίτσια, οι αρρηφόροι, ηλικίας 7 έως 11 ετών, παραδίνονταν από
τις οικογένειες τους για να ζήσουν για λίγο διάστημα, πριν την εορτή, στον "οίκο των
αρρηφόρων".
Ο οίκος ήταν μικρό οίκημα δίπλα στον ναό της Πολιάδος Αθηνάς (κοντά στο
Ερέχθειο), όπου τα κορίτσια πέρναγαν την ημέρα τους παίζοντας στην αυλή. Την νύχτα της
παραμονής της γιορτής η ιέρεια της Αθηνάς παρέδιδε στις δύο αρρηφόρες --τυλιγμένα για να
μην τα δουν-- μυστικά αντικείμενα (αρρηφόρια), που τα δύο κορίτσια μετέφεραν σε υπόγειο
χώρο στο ιερό της εν κήποις Αφροδίτης, όπου τα παρέδιδαν και ελάμβαναν άλλα για να τα
μεταφέρουν στην Ακρόπολη. Τα μυστικά αντικείμενα ήταν μάλλον απομιμήσεις φιδιών και
φαλλών από ζυμάρι με κλαδιά κουκουναριάς που σκοπό είχαν να τονώσουν την εφορία των
καρπών.
Τα Διάσια ήταν η μεγαλύτερη αθηναϊκή γιορτή για τον Δία και είχε ως σκοπό να
προκαλέσει την εύνοια του θεού, που σε αυτήν την περίπτωση ονομαζόταν Μειλίχιος Δίας. Οι
Αθηναίες νοικοκυρές έψηναν μικρά ψωμάκια σε μορφή βοδιών για να τα προσφέρουν στον θεό
ενώ φρόντιζαν και τον "οικουρό όφι", φίδια που ίσως έμεναν στους τοίχους ή στα θεμέλια των
σπιτιών και προστατεύονταν ως σύμβολο του Δία. Οι Έλληνες γιόρταζαν επίσης τον Ιούνιο /
Ιούλιο τα Διιπόλια ή Διπόλεια, γιορτή που ήταν αφιερωμένη στην γονιμότητα. Οι εκδηλώσεις
γίνονταν στο όνομα του Δία και περιλάμβαναν λύχνος, ο οποίος γεμιζόταν με λάδι μια φορά τον χρόνο.
Το ξόανο της θεάς ewRoman]μεταφερόταν τοπρωί στο Φάληρο με πομπή, πλενόταν στην θάλασσα και το ίδιο βράδυ,
υπό το φως των δάδων,μεταφερόταν πίσω στην Ακρόπολη.
Παρόμοιες γιορτές με τους Αθηναίους τελούσαν και οι Λάκωνες με σημαντικότερες τα
Υακίνθια και τα Κάρνεια. Τα Υακίνθια ήταν τριήμερη γιορτή που διεξαγόταν στα τέλη Μαΐου /
αρχές Ιουνίου στις Αμύκλες (νότια της Σπάρτης) προς τιμήν του Απόλλωνα και του Υακίνθου,
που ήταν τοπικός θεός της βλαστήσεως. Η πρώτη ημέρα ήταν πένθιμη, εις ανάμνησιν του
θανάτου του Υακίνθου, ενώ η δεύτερη γιορτινή, προς τιμήν του Απόλλωνα. Έτσι, εκφραζόταν ο
κύκλος θανάτου και γεννήσεως των θεών της βλαστήσεως ή γονιμότητας, όπως συνέβαινε και
με τον Όσιρη στην Αίγυπτο. Σπαρτιάτισσες ύφαιναν τον χιτώνα του Απόλλωνα για να του τον
αφιερώσουν και εν μέσω πομπής ‘αρμάτων και εφίππων κατευθύνονταν μέχρι τον ναό του
Απόλλωνα στις Αμύκλες, όπου συνεχίζονταν οι γιορτές και την τρίτη ημέρα.
Τα Κάρνεια ήταν γιορτή που διαρκούσε εννέα ημέρες στο τέλος Αυγούστου. Ήταν
αφιερωμένη στον τοπικό θεό Κάρνειο ή Κάρνο και στον Απόλλωνα. Οι άνδρες μετείχαν σε
δείπνο, που προσφερόταν με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε σε εννέα σημεία της πόλεως δειπνούσαν
ανά εννέα άνδρες. Η όλη γιορτή εμπιστευόταν σε νέους Σπαρτιάτες, που ονομάζονταν
καρνεάτες. Κατά την διάρκεια της γιορτής, ένας από τους καρνεάτης, αφού εκφωνούσε τις ευχές
για το τέλος της συγκομιδής, έφευγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε ενώ τον κυνηγούσαν οι
σταφιλοδρόμοι, άλλοι καρνεάτες που κρατούσαν τσαμπιά σταφύλια. Εάν τον έπιαναν, η χρονιά
για την Πόλη θα ήταν καλή.
Παρόμοιες γιορτές γίνονταν και σε άλλα σημεία της Ελλάδας, με περισσότερο γνωστό
το Ηραίο του Άργους. Η γιορτή ήταν αφιερωμένη στην Ήρα και είχε σχέση με την ευφορία των
καρπών της γης. Έξω από το Άργος υπήρχε ιερό της θεάς, όπου και κατευθυνόταν η πομπή που
ξεκίναγε από την πόλη. Οι εκδηλώσεις διεξάγονταν κάθε τέσσερα χρόνια και πολύ πιθανό να
περιλάμβαναν και αναπαράσταση ιερού γάμου της Ήρας με τον Δία, όπως συνέβαινε στην
Αθήνα με τον Διόνυσο.
Σε γενικές γραμμές, οι γιορτές που διοργανώνονταν σε διάφορες ελληνικές Πόλεις, όπως
συνέβαινε και στις προγενέστερες αγροτικές κοινωνίες, είχαν χαρακτήρα καθαρά γεωργικό με
βάση τις ευχές για καρποφορία των καρπών της γης, γονιμότητα και γενικά καλή αγροτική
χρονιά.
Οι θρησκευτικές τελετές σε όλες τις ελληνικές Πόλεις είχαν ορισμένα κοινά
γνωρίσματα. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά ήταν οι θυσίες ζώων και ειδικότερα βοδιών αν
και δεν έλειπαν τα ερίφια, οι αίγες, οι χοίροι αλλά και τα πουλερικά. Βασικό στοιχείο των
ιεροτελεστιών ήταν ο καθαρμός. Τα ζώα πλένονταν καλά και οι συμμετέχοντες έπλεναν τα χέρια
τους για να ιερουργήσουν. Μετά, έπαιρναν μια χούφτα σιτηρά, σήκωναν τα χέρια ψηλά στον
ουρανό με τελετουργικό τρόπο, απήγγελλαν μια προσευχή και έριχναν τα σιτηρά στον βωμό,
όπου βρισκόταν τοποθετημένο το ιερό ζώο. Ο ιερέας έπιανε το εγχειρίδιο, έκοβε τρίχες από τον
λαιμό του ζώου και τις έριχνε στην φωτιά. Τέλος, έσφαζε το ζώο και συνέλεγε το αίμα του, το
οποίο κατόπιν ράντιζε γύρω-γύρω από τον βωμό. Το κρέας του ζώου ψηνόταν στην φωτιά του
βωμού και καταναλωνόταν από τους παρευρισκομένους στην θυσία ενώ τα κόκαλά του
τοποθετούνταν με ορισμένη σειρά. Η ουσία της τελετής ήταν ο εξαγνισμός και η ευχαριστία
προς τους θεούς ενώ η φωτιά συμβόλιζε την απαρχή κάτι νέου. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι
Αθηναίοι έστειλαν αρκετές φορές απεσταλμένους στο μαντείο των Δελφών για να φέρουν νέο
φως στην Πόλη.