Οι Ίνκας είχαν δημιουργήσει την μεγαλύτερη αυτοκρατορία της εποχής τους, με ένα τεράστιο δίκτυο δρόμων, σιταποθήκες, αποθήκες και ένα πολυσύνθετο σύστημα κυβέρνησης. Ο πολιτισμός τους θεωρείται μοναδικός για ένα ακόμα λόγο: Παρόλο που κατάφεραν να αναπτύξουν έναν τόσο αξιόλογο πολιτισμό, δεν είχαν γραπτό λόγο. Αυτή είναι η συμβατική πλευρά των Ίνκας, των οποίων η επικράτεια κάλυπτε σχεδόν όλη την περιοχή των Ανδεων, από την Κολομβια στην Χιλή, μέχρι την κατάκτηση τους απο την Ισπανία το 1532.
Ένας διακεκριμένος μελετητής αρχαιοτήτων απο την Νότια Αμερική υποστηρίζει ότι οι Ίνκας είχαν μία μορφή μη προφορικής επικοινωνίας γραμμένη σε μια κωδικοποιημένη γλώσσα παρόμοια με το σύστημα δυαδικού κώδικα που χρησιμοποιείται σήμερα στους υπολογιστές. Ο Gary Urton, καθηγητής ανθρωπολογίας στο πανεπιστήμιο του Harvard, ξαναμελέτησε και ανέλυσε τα πολύπλοκα κορδόνια με κόμπους των Ίνκας – διακοσμητικά αντικείμενα γνωστά ως khipu – και ανακάλυψε ότι περιέχουν ένα δυαδικό κώδικα 7-bit ικανό να μεταβιβάσει περισσότερο από 1.500 ξεχωριστές μοναδές σε πληροφοριές.
Στην αναζήτηση του για οριστικές αποδείξεις της ανακαλυψής του, η οποία θα συμπεριληφθεί με λεπτομέρειες σε βιβλίο, ο καθηγητής Urton πιστεύει ότι βρίσκεται πολύ κοντά στο να βρεί την αντίστοιχη πέτρα της Rosetta της Νοτίου Αμερικής, μία ιστορία απο τα khipu η οποία μεταφράστηκε στα Ισπανικά πριν απο 400 χρόνια.
«Χρειαζόμαστε κάτι σαν ένα khipu της Rosetta (αντίστοιχο με αυτό της πέτρας της Rosetta) και είμαι αισόδοξος ότι θα βρεθεί» ήταν τα σχόλια του καθηγητή Urton, αναφερόμενος στην πλάκα βασαλτών η οποία βρέθηκε στην Rosetta, κοντά στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, η οποία επέτρεψε μελετητές να αποκρυπτογραφήσουν ενα γραπτό κείμενο γραμμένο με Αιγυπτιακά ιερογλυφικά απο τις δημοτικές και Ελληνικές μεταφράσεις.
Πολύ καιρό τώρα είναι γνωστό οτι τα khipu των Ίνκας δεν ήταν απλά διακοσμητικά στοιχεία. Στα μέσα του 1920, ιστορικοί αποδειξαν οτι οι κόμποι πάνω σε μερικά κορδόνια khipu ήταν τοποθετημένα κατα τέτοιον τρόπο ώστε αποτελούσαν ένα αποτέλεσμα υπολογισμών, μια υφαντική έκδοση ενός άβακα.
Ένα khipu μπόρει να είναι πάρα πολύ περίτεχνο, αποτελούμενο από ένα κύριο ή αρχικό σκοινί στο οποίο να είναι συνδεδεμένα αρκετά κρεμάμενα κορδόνια. Το κάθε απο αυτά τα κορδόνια μπορεί να έχει δευτερεύοντα κορδόνια στα οποία να υπάρχουν τριτεύοντα σκοινιά, ρυθμισμένα όλα κατα τέτοιον τρόπο που να μοιάζουν με κλαδιά δέντρου στο τελικό σχήμα.
Τα khipu μπορεί να είναι φτιαγμένα από βαμβάκι ή μαλλί. Διαφορετικοί κόμποι δεμένοι σε διαφορετικά σημεία κατα μήκος των σκοινιών δίνουν στα khipu μία χαρακτηριστική εμφάνιση.
Η μελέτη του καθηγητή Urton, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν 7 σημεία – θεωρητικά – για να φτιαχτεί ένα khipu, στα οποία θα πρέπει ο δημιουργός να πάρει μια απλή απόφαση μεταξύ δύο πιθανοτήτων- η λογική του δυαδικού κώδικα των 7Bit. Για παράδειγμα θα μπορέσει να επιλέξει μεταξύ του να υφάνει ένα κορδόνι το οποίο θα ήταν μάλλινο ή βαμβακερό ή να κρεμάσει το κορδόνι στο μπροστινό μέρος ή στο πίσω μέρος του κεντρικού κορδονιού. Σε ένα αυστηρο 7bit κωδικό, θα μπορούσαν να υπάρξουν 128 συνδιασμοί αλλά ο καθηγητής Urton υποστηριζεί ότι καθώς υπήρχαν 24 χρώματα τα οποία μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν κατά την δημιουργία ενός khipu, οι ουσιαστικές πιθανότητες ήταν 1.536)
Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι ο κωδικός που χρησιμοποιούσαν οι δημιουργοί τους επέτρεπε να μεταφέρουν 1.536 μονάδες πληροφοριών, συγκριτικά στα περίπου 1000 με 1500 σφηνοειδή στοιχεία των Σουμέριων, και ο διπλός αριθμός των συμβόλων στα ιερογλυφικά των Αιγυπτίων και των Μάγια στην Κεντρική Αμερική.
Αν ο καθηγητής Urton έχει δίκιο, αυτό σημαίνει ότι οι Ίνκας όχι μόνο είχαν εφεύρει μία μορφή δυαδικού κώδικα 500 χρόνια πριν την ανακάλυψη των ηλεκτρονικών υπολογιστών, αλλά το χρησιμοποίησαν και ώς μέρος μίας τρισδιάστατης γραπτής γλώσσας.
«Θα μπορούσαν να το είχαν χρησιμοποιήσει για να παρουσιάσουν πολλές πληροφορίες» μας λέει ο καθηγητής Urton. “Κάθε στοιχείο θα μπορούσε να είναι ένα όνομα, μία ιδιότητα ή μία δραστηριότητα και όλα αυτά μέρος κάποιας ιστορίας ή κάποιου μύθου. Είχε μια ιδιαίτερη ευελιξία. Πιστευώ πως ένα ικανός δημιουργος khipou θα μπορούσε να αναγνωρίσει αμέσως την γλώσσα και τις πληροφορίες. Θα είχαν νοιώσει και χρησιμοποιήσει την γνώση που είχαν με τον ίδιο τρόπο νοιώθουμε και χρησιμοποιούμε τις γνώσεις που αποκτούμε όταν διαβάζουμε λέξεις.»
Υπάρχούν επίσης και κάποια ανεπίσημα στοιχεία οτι τα khipu ήταν κάτι πολύ περισσότερο από κάποιους κόμπους σε σκοινί τα οποία τα χρησιμοποιούσαν για υπολογισμούς. Οι Ισπανοί κατέγραψαν τη σύλληψη ενός ντόπιου Inca που προσπαθούσε να κρύψει ένα Khipu το οποίο , είπε, ότι εξιστορούσε όλα όσα είχαν γίνει στην πατρίδα του – και τα κακά και τα καλά! Δυστιχώς, οι Ισπανοί έκαψαν το khipu και τιμώρησαν τον ιθαγενή γιατί το είχε στην κατοχή του, μια τυπική αντιμετώπιση η οποία δεν βοήθησε καθόλου στο να κατανοήσουμε τελικά με πιό τρόπο οι Ίνκας χρησιμοποιήσουναν τα khipu τους.
Ο καθηγητής Urton όμως είχε ισχυριστεί ότι είχε ανακαλύψει μία συλλογή από 32 khipu σε μία περιοχή ενταφιασμών στο βόρειο Περού με μούμιες των Ίνκας. Ελπίζει να βρεί κάποιο khipu το οποίο να ταιριάζει με κάποιο τρόπο με κάποιο κείμενο γραμμένο στα ισπανικά, με μια μετάφραση του khipu. Δουλεύει με κείμενα της ίδιας περιόδου, ένδειξη αυτού ότι οι Ισπανοί δούλευαν στενά με τουλάχιστον ένα δημιουργό των khipu.
«Έχουμε για πρώτη φορά, μια σειρά απο Khipu, απο ένα καλο διατηρημένο και χρονολογημένο αρχαιολογικό χώρο καιθώς επίσης και έγγραφα τα οποία βρέθηκαν και χρονολογούνται περίπου την ίδια περίοδο». Χωρις όμως ένα khipu Rosseta θα ελιναι πολύ δύσκολο να πειστούν οι σκεπτικιστές οι οποίοι επιμένουν ότι τα khipu δεν είναι τίποτα άλλο από ένα μνημονικό σύστημα για τους αφηγητές ιστοριών να θυμούνται τα γεγονότα της ιστορίας. Αν είναι απλά μνημονικές μηχανές, τα κορδόνια με τους κόμπους δεν θα αποτελούν ένα είδος γραπτής γλώσσας γιατί θα τα καταλάβαιναν μόνο απο τους δημιουργούς τους και από τα άτομα τα οποία θα εκπαιδευόντουσαν για να ξαναπολυν την ίδια ιστορία.
Ο καθηγητής Urton, δεν συμμερίζεται αυτή την άποψη: «Δεν είναι λογικό να τα έφτιαχναν καθαρά και μόνο για μνημονικούς σκοπούς, το να δέσεις ένα κόμπο είναι απλά ένα σύνθημα, δεν θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνει καμία πληροφορία, πέρα από το να υπενθυμήσει κάτι. Τα khipu όμως είχαν στρώματα πολυπλοκότητας, τα οποία θα ήταν περιττά αν ήταν καθαρά και μόνο μνημονικά στοιχεία»
Ας δούμε τι γινόταν σε κάποιος άλλους αρχαίους πολιτισμούς:
Σφηνοειδής γραφή των Σουμέριων
Η πρώτη γραπτή γλώσσα του κόσμου δημιουργήθηκε πριν απο 5000 χρόνια, βασισμένη σε εικονογράμματα ή απλουστευμένα σχέδια τα οποία απεικόνιζαν συγκεκριμένα αντικείμενα ή δραστηριότητες. Τα πιό πρόωρα σφηνοειδή εικονογράμματα χαράχτηκαν στον υγρό άργιλο στις κάθετες στήλες, στην συνέχεια πιο συμβολικά σχήματα τοποθετήθηκαν σε οριζόντιες γραμμές, αρκετά όπως η μονέρνα γραφή. Η σφηνοειδης γραφή υιοθετήθηκε και από αρκετούς πολιτισμούς, όπως των Βαβυλώνιων, των Ασσυριανών, για να γράψουν την δική τους γλώσσα και χρησιμοποιήθηκαν για περίπου 3000 χρόνια. Πολλές από τις ταμπλέτες αργίλου έχουν επιζήσει. Κάθε στοιχείο για την σφηνοειδή γραφή είχε χαθεί, μέχρι το 1835 όπου κάποιος αξιωματικός του Βρετανικού στρατού, Henry Rawlinson, βρήκε μια δυσανάγνωστη επιγραφή σε ένα λόφο στο Behistun της Περσίας. Υπήρχαν πανομοιότυπα κείμενα γραμμένα σε τρεις γλώσσες – Παλιά Περσικά, Βαβυλωνιακά και Elamite – τα οποία επέτρεψαν στον Rawlinson να επιτύχει την πρώτη μετάφραση για αρκετές εκατοντάδες χρόνια.
Αιγυπτιακά Ιερογλυφικά
Τα πρωτότυπα ιερογλυφικά, τα οποία χρονολογούνται πριν απο περίπου 5000 χρόνια, ήταν χαραγμένα σε πέτρα και ηταν καλο δουλεμένα αλλα και χρονοβόρα για να φτιαχτούν. Αυτό σήμαινει ότι τα είχαν μόνο για την χρήση τους σε κτίρια και βασιλικούς τάφους. Μια απλουστευμένη έκδοση, η λεγόμενη ιερατική, αναπτύχθηκε τελικά για καθημερινή γραφειοκρατία πάνω σε χαρτί απο πάπυρο.
Αργότερα η ιερατική αντικαταστάθηκε με την δημοτική γραφή, την καθημερινή γλώσσα των Αιγυπτίων, η οποία φαίνεται στην πέτρα της Rosseta με Ελληνικά και ιερογλυφικα στοιχεία, επιτρέποντας σε μελετητές να μεταφράσουν την πρωτότυπη Αιγυπτιακή μορφή.
Ιερογλυφικά των Μάγια
Οι Μάγια χρησιμοποιούσαν περίπου 800 μεμονωμένα σημάδια, σε στήλες που μπορούσαν να διαβαστούν απο αριστερά στα δεξιά και απο πάνω προς τα κάτω. Τα σχέδια μπορούσαν να συνδιαστούν ουτως ώστε να δημιουργηθεί οποιαδήποτε λέξη ή ιδέα στην γλώσσα των Μάγια και επιγραφές ήταν χαραγμένες σε πέτρα, ξύλο πανω σε μνημεία ή ζωγραφισμένα σε χαρτί, τοίχους ή κεραμικά.
Απο την γραφή των Μάγια έχει αποκρυπτογραφιθεί μόνο το 85%, παρόλο που είναι πιο εύκολο με την βοηθεια των ηλεκτρονικών υπολογιστών.
Μόνο υψηλά εκπαιδευμένοι γραφείς των Μάγια χρησιμοποιούσαν και καταλάβαιναν τα σχέδια, και με ζήλο φυλούσαν την γνώση, με την πεποίθηση ότι μόνο αυτοί μπορούσαν να δράσουν σαν ενδιάμεσοι μεταξύ των θεών και των θνητών.