Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.
H Ψυχή... το Εργαστήριο του Κόσμου...
Και ο Νους... ο Αλχημιστής των Πάντων... και η Αλήθεια, οδηγός!
Είθε στους δρόμους της ουσίας σου να πορευθείς και στα μυστικά απόκρυφα αρχεία της ψυχής σου...Είναι άπειρες οι κατευθύνσεις στο Άπειρο Σύμπαν…Το ταξίδι μαγικό και ατελείωτο…Έχεις πολλά να χαρτογραφήσεις…
Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα. Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή. Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή· κ’ είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμένη. Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει. Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ, που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»
Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες. Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς· και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις. Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις— δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό. Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
Απολείπειν ο θεός Aντώνιον
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί αόρατος θίασος να περνά με μουσικές εξαίσιες, με φωνές— την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις. Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει. Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου· μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς. Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι, πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο, κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα, ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους, τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου, κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις.
Επέστρεφε Επέστρεφε συχνά και παίρνε με, αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με— όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη, κ' επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα· όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται, κ' αισθάνονται τα χέρια σαν ν' αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα, όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται...
Θάλασσα του πρωϊού Εδώ ας σταθώ.Κι ας δω κ΄εγώ τη φύσι λίγο. Θάλασσα του πρωϊού και ενέφελου ουρανού λαμπρά μαβιά και κίτρινη όχθη όλα ωραία και μεγάλα φωτισμένα.
Εδώ ας σταθώ.Κι ας γελασθώ που βλέπω αυτά (τα ΄δα αλήθεια μια στιγμή σα πρωτοστάθηκα) και όχι κ΄ εδώ τες φαντασιές μου, τες αναμνήσεις μου, τα ινδάλματα της ηδονής .
Θυμήσου, σώμα... Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες, όχι μονάχα τα κρεββάτια όπου πλάγιασες, αλλά κ' εκείνες τες επιθυμίες που για σένα γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά, κ' ετρέμανε μες στη φωνή -- και κάποιο τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε. Τώρα που είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν, μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες εκείνες σαν να δόθηκες -- πώς γυάλιζαν, θυμήσου, μες στα μάτια που σε κύτταζαν. πώς έτρεμαν μες στη φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα.
(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877-1923) Ο Δεκέμβρης του 1903
Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω — αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια• όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου, ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου, οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου, τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν εις όποιο θέμα κι αν περνώ, όποιαν ιδέα κι αν λέγω.