ένα ποίημα που είχα γράψει πριν πολλά χρόνια κι αγαπώ να το μοιραστώ μαζί σας
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
Μια χειμωνιάτικη την πρόσεξε νυχτιά
καθώς ν’ ανοίξει πάσχιζε τα λαβωμένα της φτερά.
Οι διαβάτες γύρω της βιαστικοί την προσπερνούσαν.
Να νιώσουν την απρόσκλητή της παρουσία δεν μπορούσαν.
Τα δάκρυά της ψιλές έσταζαν σταγονίτσες βροχής
που έλιωναν κάτω το χιόνι.
Το κλάμα δεν της κάλυπτε όμως την ομορφιά.
Κάποιας εμπνευσμένης δημιουργικής πνοής
φεγγοβολούσε σαν το αιθέριο όραμα
που τις γήινες αισθήσεις ναρκώνει.
Μόλις τον ένιωσε
φοβισμένη ρώτησε τι γύρευε αυτός εδώ!
Κι εκείνος απαλά αποκρίθηκε
πως απ’ τα καθαρτήρια των άστρων
κατάφερε να δραπετεύσει από μια σχισμή.
Ελεύθερος για λίγο μοναχά
στης υλικής πλάνης την όχθη να περιπλανηθεί ξανά.
Τη ρώτησε από πού αυτή ερχόταν.
Πάνω στις ζαβολιές της αποκρίθηκε κομπιάζοντας
σκαρώνοντας παιχνίδια στων θνητών τις μοίρες
απρόσεχτα εδώ χάμου έπεσε
από των συννέφων της το βασίλειο.
Τότε εκείνος υποσχέθηκε
να της φροντίσει την πληγή στοργικά.
Αρκεί κι αυτή υπόσχεση να δώσει ακριβή
πριν πετάξει πίσω στη μακρινή της θαλπωρή
κι αυτός στα πνιγηρά του επιστρέψει κάτεργα.
Και την ικέτεψε:
Την Ακτινοβολία αν αυτή έχει γνωρίσει
για λιγάκι να τον βοηθήσει κι αυτός ν’αντικρίσει!
Με τη στυγνή του κάποτε υλική
και πλέον άυλη μοναξιά
και τη θεϊκή της χάρη αδελφωμένες.
Να τον πάρει άφοβα από το χέρι.
Και να του δείξει!
Κι εκείνη μ΄ένα κοριτσίστικο χαμόγελο
του έτεινε το λεπτό της άσπρο χέρι…
Κι εγώ
λίγο πριν από μπρος μου χαθούν για τα καλά
σκιρτούσα από μια πρωτόγνωρη δόνηση.
Έτσι όπως κρυμμένος τις θολές τους μορφές
θωρούσα από τη δική μου μυστική γωνιά.