H Ψυχή... το Εργαστήριο του Κόσμου...
H Ψυχή... το Εργαστήριο του Κόσμου...
H Ψυχή... το Εργαστήριο του Κόσμου...
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.
H Ψυχή... το Εργαστήριο του Κόσμου...

Και ο Νους... ο Αλχημιστής των Πάντων... και η Αλήθεια, οδηγός!
 
ΑρχικήΦόρουμΣύνδεσηΕγγραφή
Είθε στους δρόμους της ουσίας σου να πορευθείς και στα μυστικά απόκρυφα αρχεία της ψυχής σου... Είναι άπειρες οι κατευθύνσεις στο Άπειρο Σύμπαν… Το ταξίδι μαγικό και ατελείωτο… Έχεις πολλά να χαρτογραφήσεις…

 

 Το Νεκυοµαντείο του Αχέροντα

Πήγαινε κάτω 
ΣυγγραφέαςΜήνυμα
ioessa

ioessa


Ηλικία : 44
Τόπος : ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Καρκίνος
Ημερομηνία εγγραφής : 09/03/2011
Αριθμός μηνυμάτων : 1297

Το Νεκυοµαντείο του Αχέροντα Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Το Νεκυοµαντείο του Αχέροντα   Το Νεκυοµαντείο του Αχέροντα Icon_minitimeΤετ 30 Μαρ - 17:16:40

Το Νεκυοµαντείο του Αχέρωντα


Το Νεκυοµαντείο του Αχέροντα, το πιο φηµισµένο Νεκροµαντείο του αρχαίου ελληνικού κόσµου, βρίσκεται στη δυτική Ήπειρο, στο νοµό Πρέβεζας. Στην αρχαιότητα το ιερό υπαγόταν στη Θεσπρωτία, όπου κατοικούσαν οι Θε-σπρωτοί, ένα από τα πρώτα ελληνικά φύλα που εγκαταστάθηκαν στην Ήπειρο, γύρω στο 2000 π.Χ.
Από το 1958 έως το 1964 και από το 1975 έως το 1977, ο καθηγητής Σ.
Δάκαρης, πάντα υπό την αιγίδα της εν Αθήναις
Αρχαιολογικής Εταιρείας, βεβαίωσε µε τις
ανασκαφές του τη θέση του Νεκροµαντείου κάτω από το καθολικό της µονής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόµου του 18ου αι., στο χωριό Μεσοπόταµο.
Το Ιερό εντοπίστηκε σε προεξοχή βράχου της
µεγάλης βαλτώδους πεδιάδας της πρώην Αχερουσίας λίµνης και των ποταµών του Άδη Κωκυτού (σήµερα Βουβού), Πυριφλεγέθοντα (γνωστού ως Μαύρου) και Αχέροντα.
Σε απόσταση 500 µ. περίπου βόρεια από το
Νεκυοµαντείο είναι η ακρόπολη της Εφύρας. Τα
σωζόµενα τείχη της περιβάλλουν την ασβεστολιθική ράχη Ξυλοκάστρα και έχουν περίµετρο 1120 µ. Δεν υπάρχει αµφιβολία ότι εδώ βρισκόταν η οµηρική Εφύρη, όπου τοποθετούνταν από τους αρχαίους η είσοδος στον Άδη και το περίφηµο Νεκυοµαντείο, το οποίο σύµφωνα µε την παράδοση (Θουκ. 1.46.4) ήταν στην Ελαιάτιδα κοντά στον Αχέροντα.
Η µορφολογία της περιοχής ανταποκρίνεται πλήρως στις περιγραφές της
αρχαίας φιλολογικής παράδοσης, όπως µας διασώθηκαν από τον Όµηρο, τον
Ηρόδοτο, τον Θουκυδίδη, τον Στράβωνα, τον Παυσανία. Εξάλλου πανάρχαιες
λαϊκές δοξασίες, που οι ρίζες τους χάνονται στην αχλύ της Προϊστορίας, έχουν
συνδεθεί µε την πίστη ότι οι σπηλιές, τα βαθιά φαράγγια και τα χάσµατα,
δηλαδή τα έγκατα της γης µέσα στα οποία εξαφανίζονταν οι λίµνες και τα
ποτάµια, ήταν οι δρόµοι που οδηγούσαν
στον Κάτω Κόσµο. Τη διαδροµή αυτή
ακολουθούσαν διαπλέοντας οι ψυχές των
νεκρών, οι οποίες ήταν όµοιες µε σκιες ,
(είδωλα ή φάσµατα των νεκρών). Στην
πίστη αυτή πρέπει να οφείλεται και η
συσχέτιση του Αχέροντα και της Αχερουσίας
µε τους νεκρούς, όπως και η τοποθέτηση
της λατρείας και του Νεκροµαντείου σε µια
σπηλιά του βράχου κοντά στη συµβολή
Κωκυτού και Αχέροντα, στις βορειοδυτικές
όχθες της Αχερουσίας λίµνης. Η αρχαία
παράδοση αναφέρειπολλά τέτοια ιερά και νεκροµαντεία. Αλλά το σπουδαιότερο και το αρχαιότερο βρισκόταν στον Αχέροντα της Θεσπρωτίας, κοντά στη Μυκηναϊκή Εφύρα, για το οποίο κάνει λόγο η Οδύσσεια και τη σπουδαιότητά του υπογραµµίζει η διήγηση του Ηροδότου (5.92). Εδώ ήταν, στη συνάντηση των δύο κόσµων, που ο Οδυσσέας προκάλεσε τα πνεύµατα των νεκρών µε µια ειδική ιεροτελεστία, και ρώτησε για την επιστροφή του στην Ιθάκη (Οδυσ. κ. 488 κε.).
Στο τέλος της 10ης ραψωδίας (κ. 488 κε.) η Κίρκη συµβουλεύει τον Οδυσσέα να πάει «εις Αίδαο δόµους και επαινής Περσεφονείης» (στης Περσεφόνης της ανήµερης και στου Άδη τα παλάτια) για να ρωτήσει την ψυχή του τυφλού µάντη Τειρεσία πως θα γυρίσει στην πατρίδα, κρυφά ή φανερά. «Ο βοριάς θα φέρει το καράβι σε ένα ακρογιάλι, στην άκρη του Ωκεανού, όπου το πάναγνο άλσος της Περσεφόνης, µε τις πανύψηλες λεύκες και τις άκαρπες ιτιές. Στο σηµείο, όπου ο Πυριφλεγέθων και ο Κωκυτός, που πηγάζει από τη Στύγα, σµίζουν µε τον Αχέροντα µε πολύ βουητό, εκεί στη µέση είναι ένας βράχος (και µια σπηλιά), η είσοδος στον Άδη.
Στην επόµενη ραψωδία (λ, 1 κε.) ο Οδυσσέας µε τους συντρόφους του βά-ζουν πλώρη για το ταξίδι. Σαν βασίλεψε ο ήλιος φτάνουν στο ακρογιάλι στην πολιτεία των Κιµµερίων, όπου ένα κάστρο (λ, 14 κε.). Καθίζουν το καράβι στην ακρογιαλιά, βγάζουν έξω τα πρόβατα για τη θυσία και φτάνουν εκεί που τους είχε πει η Κίρκη, διασχίζοντας το άλσος µε τις άκαρπες ιτιές και τις λεύκες.
Είναι φανερή η στενή σχέση της Οµηρικής περιγραφής για τη χώρα των νεκρών µε την περιοχή του Αχέροντα της Θεσπρωτίας. Η οµοιότητα γίνεται µεγαλύτερη, αν τη λέξη «Κιµµερίων» του Οµηρικού στίχου (κ, 14) αντικατα-στήσουµε µε τη λέξη Χειµερίων (δηλ. οι κάτοικοι του Χειµερίου), µία διόρθωση που πρότεινε ο γραµµατικός του 3ου αι. π.Χ. Πρωτέας ο Ζευγµατίτης (Ετυµ. Μέγα 513, 49).
Την οµοιότητα της οµηρικής περιγραφής είχαν παρατηρήσει και οι αρχαίοι γεωγράφοι, όπως ο Παυσανίας (1.17.5), ο οποίος σηµειώνει: «Μου φαίνεται ότι ο Όµηρος αυτούς τους τόπους είχε δει και τόλµησε να περιγράψει στην ποίησή του τη χώρα του Άδη και να δώσει στα ποτάµια εκείνα τα ονόµατα των ποταµών της Θεσπρωτίας.
Ο Όµηρος φαίνεται να δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη χώρα των Θε-σπρωτών µε τους οποίους συνδέει τα δύο προϊστορικά και ονοµαστά µαντεία, του Πελασγικού Δία της Δωδώνης, άνακτα του επάνω Κόσµου και του αδελφού του Ποσειδώνα - Άδη, άνακτα του Κάτω Κόσµου, στον Αχέροντα. Η νεότερη γλωσσολογική έρευνα συσχετίζει το πρώτο συνθετικό του εθνικού Θεσπρωτός, µε τη λ. ιερός, θείος, που απαντά και στα οµηρικά επίθετα θέσ-κελος, θεσ-πέσιος, θέσ-φατος και σηµαίνει τον προικισµένο µε µαγική δύναµη να ερµηνεύει τη θεία βούληση, τον προφήτη.
Η αρχαιότερη και η πιο συγκλονιστική περιγραφή της καθόδου θνητού στον Κάτω Κόσµο διασώζεται στη Νέκυια της Οδύσσειας (λ, 1 κε.). «Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του φτάνουν στη συµβολή των δύο ποταµών, στο βράχο που τους είχε υποδείξει η Κίρκη. Ο Οδυσσέας µε το κοφτερό σπαθί του ανοίγει λάκκο ως έναν πήχη και προσφέρει χοές για όλους τους νεκρούς και υπόσχεται, όταν επιστρέψει στην Ιθάκη να θυσιάσει στους νεκρούς την πιο µεγάλη στέρφα αγελάδα και χωριστά στο µάντη Τειρεσία, ένα µαύρο κριάρι. Τότε σµήνη από ψυχές, όµοιες µε σκιές ορµούν για να πιουν από τις χοές και το αίµα των ζώων. Ο Οδυσσέας όµως τις αποµακρύνει µε το σπαθί του για να πιει πρώτη η ψυχή του µάντη Τειρεσία, που θα του φανερώσει τα µελλούµενα. Οι ψυχές ήταν όµοιες µε σκιές, είδωλα καµόντων (φάσµατα νεκρών). Ελευθερωµένες οι ψυχές από το φθαρτό, γήινο περίβληµα είχαν υπεράνθρωπες ιδιότητες και µπορούσαν να προΐδουν το µέλλον. Τους έλειπε όµως η συνείδηση, επειδή δεν είχαν ούτε αίµα, το στοιχείο της ζωής, ούτε σάρκα και ήταν συχνά εκδικητικές, ιδίως οι ψυχές των νέων και των «βιαιοθανάτων», αυτών που έφυγαν πρόωρα και βίαια από τον κόσµο αυτόν και στερήθηκαν τη χαρά της ζωής. Η επαφή των θνητών µε τους νεκρούς δεν ήταν ακίνδυνη. Για τους λόγους αυτούς οι χρηστηριαζόµενοι έπρεπε να προετοιµαστούν ψυχικά και σωµατικά, να υποβληθούν σε καθιερωµένη δίαιτα, σε λουτρά και προσευχές και να εξευµενίσουν τις ψυχές των νεκρών µε προσφορές (χοές), µέλι και γάλα, νερό και κρασί και ιδίως µε αίµα από τα θυσιαζόµενα ζώα. Πίνοντας από τις χοές οι ψυχές αποκτούσαν συνείδηση, εξευµενίζονταν και µπορούσαν να αποκαλύψουν το µέλλον. Αλλά και αυτοί που είχαν έρθει σε επαφή µε τους νεκρούς κινδύνευαν από το µίασµα του θανάτου. Όταν πλησιάζουν τους νεκρούς σιωπούν για να µη χάσουν τη φωνή τους και φεύγοντας υποβάλλονται σε καθαρµό, όπως η Άλκηστη στην οµώνυµη τραγωδία του Ευριπίδη που χρειάζεται τριήµερο καθαρµό (αφαγνισµό) για να καθαρθεί από το µόλυσµα του θανάτου και να αποκτήσει συνείδηση. Στην Οδύσσεια (χ 481 κε.) ο Οδυσσέας καίει θειάφι για να καθαρίσει το παλάτι από το µίασµα του θανάτου ύστερα από το φόνο των µνηστήρων.
Οι ανασκαφές του Δάκαρη επιβεβαιώνοντας τη µαρτυρία του Οµήρου έδειξαν ότι υπήρχε στη θέση αυτή ένα ιερό από τη Μυκηναϊκή εποχή (14ος-13ος αι. π.Χ.). Σύµφωνα µε όλες τις ενδείξεις η λατρεία των θεών του Κάτω Κόσµου συνεχίστηκε τουλάχιστον ως τα αρχαϊκά χρόνια. Τη λειτουργία του Ιερού στους χρόνους αυτούς µαρτυρεί και η διήγηση του Ηροδότου (5.92). Σύµφωνα µε τον ιστορικό ο Περίανδρος, ο τύραννος της Κορίνθου στο τέλος του 7ου αι. π.Χ., έστειλε στο νεκροµαντείο της Εφύρας απεσταλµένους για να ρωτήσουν την ψυχή της γυναίκας του Μέλισσας σε ποιο µέρος είχε κρύψει το θησαυρό ενός φιλοξενουµένου. Η ψυχή της Μέλισσας εµφανίστηκε στους απεσταλµένους, αλλά αρνήθηκε να το φανερώσει, επειδή ήταν γυµνή και κρύωνε. Ο Περίανδρος δεν είχε κάψει µαζί µε το κορµί της τα φορέµατα και τα στολίδια της νεκρής, όπως ήταν η συνήθεια. Τότε ο Περίανδρος σκηνοθέτησε µία γιορτή στο Ηραίο, έξω από την Κόρινθο, στην οποία κάλεσε όλες τις γυναίκες της Κορίνθου. Ύστερα, διέταξε τους δορυφόρους του να τις ξεγυµνώσουν όλες ανεξαιρέτως από τα φορέµατα και τα στολίδια τους και, αφού τα έκαψε µέσα σε ένα όρυγµα του τάφου της γυναίκας του, η σκιά της Μέλισσας εµφανίστηκε και πάλι στους απεσταλµένους και υπόδειξε τη θέση του θησαυρού.
Επί πλέον τη συνέχιση της λατρείας στο ιερό του Άδη κατά τους αρχαϊκούς και τους κλασικούς χρόνους βεβαιώνουν τα πολυάριθµα ειδώλια του 7ου-5ου αι. π.Χ. που εικονίζουν την Περσεφόνη µε «πόλο». Τα ειδώλια βρέθηκαν σε µικρή απόσταση νοτιοδυτικά από το Ιερό και προέρχονται ή από αρχαϊκό Ιερό της θεάς που θα υπήρχε στη θέση αυτή και έπαυσε να λειτουργεί ύστερα από την ίδρυση του µεγάλου Ιερού του Άδη στην κορυφή του λόφου ή από αποθέτη των αναθηµάτων από το παλαιότερο Ιερό, στην κορυφή του λόφου. Μέχρι τις αρχές του 4ου αι. π.Χ. το επίσηµο λατρευτικό κέντρο των Θεσπρωτών ήταν η Δωδώνη. Με την κατάληψη όµως του Ιερού και Μαντείου της Δωδώνης από τους Μολοσσούς, το θρησκευτικό κέντρο των Θεσπρωτών µεταφέρθηκε στο Νεκυοµαντείο του Αχέροντα, όπως αποδεικνύουν τα νοµίσµατα του 4ου αι. π.Χ. των Ελεατών και των Θεσπρωτών µε τα σύµβολα της Περσεφόνης και του Άδη. Σε άλλες κοπές εικονίζονται η Περσεφόνη µε στεφάνι από στάχυα ως χορηγός της ζωής και ο Κέρβερος, ο άγρυπνος φρουρός στην είσοδο του Άδη.
Στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. κτίστηκε το µνηµειακό οικοδόµηµα που αποκάλυψαν
οι ανασκαφές, το οποίο είναι και το πρώτο Ιερό
και µαντείο των θεών του Κάτω Κόσµου που
έγινε γνωστό. Τα πολυάριθµα ευρήµατα των
ελληνιστικών χρόνων που ήρθαν στο φως
µαρτυρούν για τη µεγάλη φήµη του και τις
συχνές επισκέψεις των χρηστηριαζοµένων την
εποχή αυτή.
Το οικοδόµηµα µοιάζει µε ένα µεγαλοπρεπές ταφικό µνηµείο. Η όλη κατασκευή του υπέβαλλε τη ζοφερή ιδέα του Κάτω Κόσµου, κανένα κόσµηµα στην πυραµιδωτή στέγη, παράθυρο ή αρχιτεκτονικός διάκοσµος δεν φαίδρυνε τη σκυθρωπή εικόνα του ιερού του Άδη.
Το µνηµείο αποτελείται από δύο τµήµατα ένα υπόγειο και ένα υπέργειο. Η υπόγεια αίθουσα πιθανότατα βρίσκεται στη θέση της αρχικής σπηλιάς µε την προϊστορική λατρεία. Είναι λαξευµένη στο βράχο και η οροφή της στηρίζεται µε δεκαπέντε πώρινα τόξα µε πολύ φροντίδα δουλεµένα, τα οποία αποτελούν και το δάπεδο της υπέργειας αίθουσας. Η κρύπτη αυτή ταυτίστηκε µε το σκοτεινό ανάκτορο του Άδη και της Περσεφόνης.
Πάνω από την υπόγεια κρύπτη, βρίσκεται µια
υπέργεια ορθογώνια αίθουσα, η οποία µαζί µε δυο
πλάγια κλίτη (Ι, Κ, Λ, Μ) σχηµατίζει ένα τετράγωνο
κτίριο. Το υπέργειο τετράγωνο κτίριο και οι τρεις
συνεχόµενοι διάδροµοι µε τα δωµάτια, αποτέλεσαν
τον αρχικό πυρήνα του µνηµείου, του τέλους του
4ου αι. π.Χ. Στα τέλη του 3ου αι. π.Χ., στα δυτικά
του αρχικού ιερού, προστέθηκε ένα συγκρότηµα µε
δωµάτια και αποθήκες γύρω από µια κεντρική αυλή
(Η). Στην οικοδοµική αυτή φάση του κτιρίου η
είσοδος στο ιερό γινόταν από τη βόρεια πλευρά,
µέσω της αυλής. Οι χώροι γύρω από την αυλή
χρησίµευαν για τη διαµονή των ιερέων και των
επισκεπτών πριν µπουν στο Ιερό του Άδη. Από εκεί ο προσκυνητής περνούσε το βόρειο διάδροµο του Ιερού. Αριστερά υπήρχαν δυο δωµάτια και ένας λουτρώνας που χρησίµευαν για την εγκοίµηση των προσκυνητών. Εκεί, στο αδιαπέραστο σκοτάδι, ο προσκυνητής υποβαλλόταν σε σωµατική και ψυχική προετοιµασία µε ειδική δίαιτα και πράξεις εξαγνισµού και µαγείας και έκανε λουτρά για να µείνει αλώβητος από την επαφή που επρόκειτο να έχει µε τα φάσµατα των νεκρών. Πριν περάσει στον ανατολικό διάδροµο, έκανε διάφορες συµβολικές αποτροπαϊκές χειρονοµίες και πράξεις καθαρµού (έριχνε πέτρες πίσω του και έπλενε τα χέρια του σε ένα πιθάρι). Ύστερα έµπαινε στο βόρειο δωµάτιο του ανατολικού διαδρόµου, όπου υποβαλλόταν στο τελικό στάδιο της δοκιµασίας, µε µαγικές πράξεις συχνότερες και αυστηρότερη δίαιτα. Κατόπιν εισερχόταν στον ανατολικό διάδροµο, όπου, µαζί µε τον ιερέα-οδηγό, θυσίαζε και έκανε χοές, όπως µαρτυρούν τα λείψανα ανθράκων και καµένα κόκαλα ζώων. Ύστερα περνούσε σε έναν διάδροµο µαιανδρικό, που του υπέβαλε την εντύπωση της περιπλάνησης στους σκοτεινούς και σκολιούς δρόµους του Άδη. Εκεί πρόσφερε άλφιτα (κριθάλευρο), όπως φανερώνουν οι λεκανίδες και τα κατάλοιπα που βρέθηκαν. Την εντύπωση του Κάτω Κόσµου επέτεινε στον προσκυνητή το γεγονός ότι ο λαβύρινθος είχε τρεις τοξωτές πύλες, σιδερόφρακτες, όσες και οι πύλες του Άδη, από τις οποίες οι δυο σώζονται σε πολύ καλή κατάσταση. Περνώντας την τελευταία πύλη, έφθανε στην κεντρική αίθουσα, όπου έριχνε ένα ακόµη αποτρόπαιο λιθάρι και έχυνε στο λίθινο δάπεδο χοές για τους θεούς του Κάτω Κόσµου, τον Άδη και την Περσεφόνη, που κατοικούσαν ακριβώς από κάτω, στην υπόγεια κρύπτη. Η κεντρική αίθουσα αποτελούσε και το τέρµα της πορείας, εφόσον εκεί θα εµφανίζονταν τα είδωλα των νεκρών για να επικοινωνήσουν µε τους χρηστηριαζόµενους. Η κοινή πίστη στην εµφάνιση των νεκρών δηµιουργούσαν στον προσκυνητή την κατάλληλη ψυχική προδιάθεση, στην οποία συνέτεινε και η σωµατική και ψυχική δοκιµασία κατά την πολυήµερη παραµονή στα σκοτεινά δωµάτια του Νεκροµαντείου, µε την ειδική δίαιτα, την αποµόνωση, τις µαγικές πράξεις, τις προσευχές και τις ακατάληπτες πολλές φορές επικλήσεις των ιερέων, καθώς και την περιπλάνηση των προσκυνητών στους σκοτεινούς διαδρόµους.
Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών βρέθηκαν µέσα σε µεγάλους πίθους σωροί από απανθρακωµένους καρπούς δηµητριακών, όπως σιτάρι και κριθάρι, καθώς και όσπρια που έχουν τοξικές ιδιότητες, όταν τρώγονται χλωρά, όπως κουκιά, λαθούρια κ.ά., τα οποία, εκτός των άλλων, προκαλούν και άµβλυνση των αισθήσεων, µέχρι ζάλη, παραισθήσεις και άλλα αλλεργικά σύνδροµα (κυαµίασις, λαθυρισµός). Έτσι µε τη χαλάρωση των αισθήσεων, που έφτανε στο βαθµό της ακαταληψίας, δηµιουργούνταν οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την επικοινωνία µε τις ψυχές των νεκρών. Αλλά, επειδή οι ελληνιστικοί χρόνοι ήταν περίοδος ορθολογισµού και επιστήµης και η πίστη στο µύθο και τη θρησκεία είχαν κλονιστεί, υπήρχαν πολλοί που θα δυσπιστούσαν στην εµφά-νιση των ειδώλων. Γι’ αυτό, όπως απέδειξαν οι ανασκαφές, από το ιερατείο ελήφθησαν όλα τα αναγκαία µέτρα για την εµφάνιση των φασµάτων. Στην ανασκαφή της κεντρικής αίθουσας των ειδώλων βρέθηκαν, µία µάζα από σιδερένιους τροχούς άρµατος, ένας χάλκινος λέβητας και γύρω σκορπισµένα σιδερένια και χάλκινα εξαρτήµατα που ανήκαν πιθανότατα σ’ ένα είδος γερανού, που προοριζόταν για την κάθοδο των ειδώλων από την οροφή. Ως αντίβαρο χρησιµοποιήθηκαν σιδερένιες πλίνθοι που βρέθηκαν σε γειτονικό δωµάτιο. Για το σκοπό αυτό οι εξωτερικοί τοίχοι του κεντρικού κτιρίου µε το µεγάλο πάχος (3,30µ.) θα έκρυβαν στην ανωδοµία τους κρυφούς διαδρόµους, στους οποίους θα µπορούσαν να κυκλοφορούν αόρατοι οι ιερείς. Από τη θέση αυτή, ή από την οροφή, µε τη βοήθεια του γερανού, εµφανίζονταν τα σκηνοθετηµένα είδωλα των νεκρών µέσα στο χάλκινο λέβητα και συνοµιλούσαν µε τους χρηστηριαζόµενους. Παρόµοια θα ήταν και η µηχανή µε την οποία εµφανίζονταν στη σκηνή του αρχαίου ελληνικού θεάτρου ο από µηχανής θεός, τον οποίο αναφέρει ο Λουκιανός, τον 2ο αι. µ.Χ. . Ο ίδιος συγγραφέας, περιπαίζοντας την αφελή πίστη των ανθρώπων στη νεκροµαντεία, περιγράφει µε σκωπτική διάθεση τη σωµατική και ψυχική δοκιµασία στην οποία υποβάλλονταν ο χρηστηριαζό-µενος πριν επικοινωνήσει µε τους νεκρούς. Από τους νεκρικούς διαλόγους του, είναι φανερό ότι έχει υπόψη του τα τελούµενα στο νεκροµαντείο της Αχερουσίας, τα οποία επιβεβαίωσε η σκαπάνη του καθηγητή Δάκαρη. Τα ανασκαφικά δεδοµένα επιβεβαιώνουν οι φιλολογικές µαρτυρίες και κυρίως ο Κλήµης ο Αλεξανδρεύς, ο οποίος στο έργο του Προτρεπτικός προς Έλληνας 2.11.1, θεωρεί τον Θεσπρωτικό λέβητα «λέβητα Θεσπρώτιον» ως µέσο εµφάνισης των φασµάτων στον Αχέροντα. «Άδυτα τοίνυν άθεα µη πολυπραγµονείτε µηδέ βαράθρων στόµατα τερατείας έµπλεα ή λέβητα Θεσπρώτιο ή τρίποδα Κιρραίον ή Δωδωναίον Χαλκείον. Ανάλογη µνεία του θεσπρωτικού λέβητα κάνει και ο Ευσέβιος (Ευαγγελική Προπαρασκευή 2.3.1.). Η µαρτυρία αυτή, συνδυαζόµενη µε το λέβητα που βρέθηκε στην κεντρική αίθουσα, αποτελεί ισχυρό επιχείρηµα για την ταύτιση του Ελληνιστικού Ιερού που έφερε στο φως η ανασκαφή του Καθηγητή Δάκαρη µε το Νεκυοµαντείο του Αχέροντα, το γνωστό από την αρχαία παράδοση και για τον τρόπο εµφάνισης των ειδώλων.
Ωστόσο το 1982 ο D. Baatz υποστήριξε ότι η παρουσία τόσων τροχών καταπελτών αποδείχνει ότι το κεντρικό οικοδόµηµα µε τους ισχυρούς τοίχους είναι οχυρωµατικός πύργος αγροκτήµατος, που απαντά στην Αττική και αλλού.
Ο ανασκαφέας όµως είχε αντιπροτείνει ότι τα µεταλλικά αυτά εξαρτήµατα ήταν τµήµατα γερανών που θα χρησίµευαν για να εµφανιστούν οι σκιές των νεκρών. Πρόσφατα οι E. Fouache και Fr. Quantin σε µία νέα συνδυαστική ερµηνευτική απόπειρα κάνουν λόγο για οχυρωµένη αγροικία των ελληνιστικών χρόνων: και σε αυτούς αντιπροτείνουµε την αρχαία Γραµµατεία, τα αρχαιολογικά δεδοµένα και την αρχιτεκτονική µορφή του Ιερού. Το ελληνιστικό ιερό πυρπολήθηκε από τους Ρωµαίους το 167 π.Χ. και έκτοτε δεν λειτούργησε για µεγάλο χρονικό διάστηµα. Η φήµη του όµως διατηρήθηκε πολλούς αιώνες µετά την καταστροφή, όπως πληροφορούν ο Παυσανίας (1.17.5, 9.30.6) ο Πλούταρχος (Θησεύς 31.4) και ο Λουκιανός (Μένιππος ή Νεκυοµαντεία 9.10.15).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Περιηγητές
• W. M. Leake, Travels in northern Greece IV (1835) 51 κε.
• H. Treidler, Epirus im Altertum (1917) 112 κε.
Ανασκαφικές εκθέσεις
• Σ. Ι. Δάκαρης, Πρακτικά Αρχαιολογικής Εταιρείας (ΠΑΕ) (1958) 107-113, (1960) 114-127, (1961) 108-119, (1963) 89-92, (1964) 44-53, (1975) 146-149, (1976) 146-152, (1977Α΄) 140-141, (1990) 165-167, (1991) 178-181.
• Σ. Ι. Δάκαρης, Έργον (1958) 95-103, (1960) 102-110, (1961) 118-125, (1963) 57-64, (1964) 51-64, (1975) 82-88, (1976) 80-88, (1977) 68-70, (1990) 73-77, (1991) 58-62.
Ανασκαφικές εκθέσεις για την Εφύρα
• Θ. Παπαδόπουλος, Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας (ΠΑΕ)
(1978) 107, (1979) 119-120, (1980) 33, (1981) 78, (1982) 9-90, (1983)
1-82, (1984) 122-124, (1986) 101-102, (1987) 125.
• Θ. Παπαδόπουλος, Έργον (1978) 35-36, (1979), 16 (1980) 18, (1981)
33-34, (1982) 30, (1983) 43-45, (1984) 45-46, (1986) 83-84, (1987) 70-71.
• 7 –
Γενική βιβλιογραφία
• P. R. Franke, Die antiken Münzen von Epirus (1961).
• E. Lepore, Ricerche sull’antico Epiro (1962).
• S. I. Dakaris, The Dark Palace of Ades, Archaeology 15 (1962) 85-93.
• S. I. Dakaris, Das Taubenorakel von Dodona und das Totenorakel bei Ephyra, Antike Kunst 6 (1963) 51-54.
• N.G.L. Hammond, Epirus (1967) 313 κε., 369, 427 κε.
• S. I. Dakaris, Mesopotamo, EAA, Suppl. (1970) 474-477.
• Σ. Δάκαρης, Θεσπρωτία, Αρχαίες Ελληνικές Πόλεις, 15 (1972) 179-181.
• Σ. Ι. Δάκαρης, Αρχαιότητες Ηπείρου, Το Νεκροµαντείο του Αχέροντα, Εφύρα-Πανδοσία-Κασσώπη (1972).
• Ν.Δ. Παπαχατζής, Ποσειδών Ταινάριος, ΑΕ (1976) 102-125.
• Χρ. Τζουβάρα-Σούλη, Η λατρεία των γυναικείων θεοτήτων εις την αρχαίαν Ήπειρον (1979) 99-110.
• Αµ. Βλαχοπούλου-Οικονόµου, Έντυπες σφραγίδες σε λαβές αµφορέων από το Νεκροµαντείο του Αχέροντα και τη Δωδώνη, Δωδώνη 8 (1979) 279-298.
• Ph. Vandenberg, Das Geheimnis der Orakel (1979).
• Τ. F. Van Straten, Twee orakels in Epirus. Het orakel van Zeus in Dodona en het nekyomanteion aan de Acheron, Lampas 15 (1982) 195-230.
• D. Baatz, Hellenistische Katapulte aus Ephyra (Epirus), AM 97 (1982)
211-233.
• Χρ. Σούλη - Αµ. Οικονόµου, Βιβλιογραφία για την Ήπειρο (1981-1982), Προϊστορική και Κλασική Αρχαιολογία, Ηπειρωτικά Χρονικά 25 (1983) 305-306.
• Χρ. Τζουβάρα-Σούλη, Αγνύθες από το Νεκυοµαντείο του Αχέροντα, Δωδώνη 12 (1983) 9-43.
• Σ. Δάκαρης, Οδύσσεια και Ήπειρος, Πρακτικά του Δ΄ Συνεδρίου για την Οδύσσεια, 9-15 Σεπτεµβρίου 1984 (1986) 141-170.
• Κ. Γραβάνη, Κεραµεική των Ελληνιστικών χρόνων από την Ήπειρο, Ηπειρωτικά Χρονικά 29 (1988/89) 105-112.
• Σ. Δάκαρης, Το Νεκυοµαντείο του Αχέροντα (1993).
• D. Baatz, Bauten und Katapulten des römischen Heeres (1994).
• Χρ. Τζουβάρα-Σούλη, Τοπογραφικές παρατηρήσεις ως προς τα Ιερά της Αρχαίας Ηπείρου, Αφιέρωµα στον N.G.L. Hammond, Παράρτηµα «Μακεδονικών», Αρ. 7 (1997) 429-447.
• Ήπειρος 4000 Χρόνια Ελληνικής Ιστορίας και Πολιτισµού (1997).
• D. Baatz, Wehrhaftes Wohnen. Ein befestigter hellenistischer Adelsitz bei Ephyra (Nordgriechenland), Antike Welt 30: 2 (1999) 151-155.
• E. Fouache, Fr. Quantin, L’entrée des enfers de Thesprôtie: du mythe à la recherche d’une rationalité géomorphologique et historique, στο:
La nature et ses représentations dans l’Antiquité, Colloque de l’ E. N.
S. Fontenay - Saint – Cloud, 24-25 Octobre 1996 (1999) 29-62.
• D. Ogden, Greek and Roman Necromancy (2001).
Χρυσηίς Τζουβάρα-Σούλη






















Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
 
Το Νεκυοµαντείο του Αχέροντα
Επιστροφή στην κορυφή 
Σελίδα 1 από 1

Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτήΔεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
H Ψυχή... το Εργαστήριο του Κόσμου... :: ΕΡΕΥΝΑ & ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ :: ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ-
Μετάβαση σε: