angels1
Ημερομηνία εγγραφής : 07/03/2011 Αριθμός μηνυμάτων : 1252
| Θέμα: To παραμύθι μέσα στο παραμύθι.. Δευ 14 Μαρ - 13:14:46 | |
| Το παραμύθι μέσα στο παραμύθι
Εδω και μήνες ζούσε τρομοκρατημένος από φρικτές σκέψεις καταστροφής που τον βασάνιζαν…
κυρίως τη νύχτα, έπεφτε για ύπνο τρέμοντας ότι δεν θα έβλεπε το ξημέρωμα της επόμενης μέρας και δεν κατάφερνε να κοιμηθεί πριν βγει ο ήλιος – μερικές φορές μόλις μία ώρα προτού σηκωθεί να πάει στη δουλειά.
Όταν έμαθε ότι ο Φωτισμένος θα περνούσε τη νύχτα λίγο έξω απ το χωριό, συνειδητοποίησε ότι του δινόταν μια ευκαιρία μοναδική, μιας και δεν ήταν καθόλου σύνηθες να περνούν ταξιδιώτες – ούτε καν κοντά απ το χωριό – χαμένο καθώς ήταν ανάμεσα στα βουνά της Καλδέα.
Η σπουδαία φήμη προηγήθηκε του μυστηριώδους επισκέπτη και αν και κανείς δεν τον είχε δει , όλοι έλεγαν ότι ο δάσκαλος είχε τις απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις.
Γι αυτό, εκείνο το ίδιο το χάραμα, χωρίς κανείς να τον δει στη σκηνή στην οποία – όπως του είχαν πει – είχε στήσει δίπλα στο ποτάμι.
Όταν έφτασε, ο ήλιος μόλις που άρχιζε να ξεπροβάλλει από τον ορίζοντα. Βρήκε τον Φωτισμένο σε στιγμή διαλογισμού.
Περίμενε με σεβασμό λίγα λεπτά μέχρι ο δάσκαλος να αντιληφθεί την παρουσία του…
Εκείνος, σαν να τον περίμενε, στράφηκε προς το μέρος του και με μια γαλήνια έκφραση τον κοίταξε σιωπηλά στα μάτια.
«Δάσκαλε, βοήθησε με» είπε ο άντρας. «Φρικτές σκέψεις στοιχειώνουν τις νύχτες μου και δεν έχω γαλήνη ούτε κουράγιο για να ξεκουραστώ και να απολαύσω τη ζωή μου.
Λένε πως εσύ γιατρεύεις τα όλα. Βοήθησε με να ξεφύγω από αυτήν την αγωνία…».
Ο δάσκαλος του χαμογέλασε και του απάντησε:
«Θα σου πω μια ιστορία»:
Ένας πλούσιος άνδρας έστειλε τον υπηρέτη του στην αγορά για τρόφιμα. Δεν είχε περάσει όμως πολλή ώρα αφότου έφτασε και διασταυρώθηκε με το θάνατο, ο οποίος τον κοίταξε έντονα στα μάτια.
Ο υπηρέτης χλόμιασε από το φόβο του κι έφυγε τρέχοντας, αφήνοντας πίσω του τα ψώνια και το μουλάρι. Λαχανιασμένος, έφτασε στο σπίτι του αφέντη του.
«Αφέντη, αφέντη! Σε παρακαλώ,χρειάζομαι ένα άλογο και λίγα λεφτά για να φύγω τώρα αμέσως από την πόλη…Αν φύγω αμέσως, ίσως φτάσω στην Ταμούρ πριν το ηλιοβασίλεμα…Σε παρακαλώ, αφέντη, σε παρακαλώ!»
Ο κύριος τον ρώτησε τον λόγο αυτής της τόσο επείγουσας παράκλησης και ο υπηρέτης του διηγήθηκε κομπιάζοντας τη συνάντηση του με το θάνατο.
Ο κύριος του σπιτιού συλλογίστηκε για λίγη ώρα, έβγαλε ένα σακούλι με νομίσματα, του το έδωσε και του είπε: «Εντάξει, ας είναι.». Φύγε…Πάρε και το μαύρο άλογο, το πιο γρήγορο που έχω».
«Ευχαριστώ, αφέντη» είπε ο υπηρέτης. Και αφού του φίλησε τα χέρια, έτρεξε στο στάβλο, έζεψε το άλογο κι έφυγε γρήγορα προς την πόλη Ταμούρ.
Όταν ο υπηρέτης είχε πια χαθεί απ τα μάτια του, ο πάμπλουτος άντρας περπάτησε προς την αγορά ψάχνοντας το θάνατο.
«Γιατί τρόμαξες τον υπηρέτη μου;» τον ρώτησε όταν τον είδε.
«Εγώ τον τρόμαξα;» ρώτησε ο θάνατος
«Ναι» είπε ο πλούσιος άντρας.. «μου είπε ότι σήμερα διασταυρώθηκε μαζί σου και ότι τον κοίταξες απειλητικά.»
«Εγώ δεν τον κοίταξα απειλητικά? Είπε ο θάνατος.
«Τον Κοίταξα έκπληκτος. Δεν περίμενα να τον δω εδώ αυτό το απόγευμα, γιατί υποτίθεται ότι πρέπει να τον πάρω από την Ταμούρ απόψε την νύχτα.
«Καταλαβαίνεις;» ρώτησε ο Φωτισμένος
«Φυσικά και καταλαβαίνω δάσκαλε. Το να προσπαθείς να ξεφύγεις από τα άσχημα είναι σαν να πηγαίνεις να τα ψάξεις. Αποφεύγοντας το θάνατο πηγαίνεις να τον βρεις.»
«Ετσι είναι»
«Πρέπει να σε ευχαριστήσω, δάσκαλε…» είπε ο άντρας.
«Αισθάνομαι ότι απόψε κιόλας θα κοιμάμαι πολύ ήσυχος έχοντας στο νου μου αυτήν την ιστορία, και θα σηκώνομαι ήρεμος κάθε πρωί…».
«Από απόψε κι επειτα …» διέκοψε ο ηλικιωμένος, «δεν θα υπάρξουν άλλα πρωινά.»
«Δεν καταλαβαίνω» Είπε ο άντρας.
«Τότε δεν κατάλαβες την ιστορία.»
Ο άντρας, έκπληκτος, κοίταξε τον Φωτισμένο…
…και είδε πως η έκφραση του προσώπου του…
Δεν ήταν πια η ίδια…
Χόρχε Μπουκάι | |
|