'Ανοιξε τα μάτια της. Ένα μαύρο πηχτό σκοτάδι την αγκάλιαζε. Θα πρέπει να κοιμόταν πολλές ώρες. Δεν ήθελε να κοιτάξει τι ώρα ήταν. Δεν την ένοιαζαν οι αριθμοί. Της άρεσε να βρίσκεται μες στο σκοτάδι, έξω από τον αεικίνητο χρόνο. Στο σημείο μηδέν. Σα να αιωρείτο κάπου μες στο απέραντο χάος. Δίχως το φόβο της πτώσης.
Κουλούριασε τα πόδια της με τρόπο, ώστε τα γόνατα ακούμπησαν στο στήθος. Από μικρή καθόταν έτσι, όταν ήταν ξαπλωμένη. Ένιωθε πως έτσι, σαν κουβάρι καθώς ήταν, μπορούσε να ελέγχει καλύτερα το σώμα της, τον εαυτό της ολόκληρο. Γύρισε λοιπόν στο πλάι κι ένιωσε τη μοναξιά να πέφτει σαν στάλες βροχής πάνω της, ώσπου στο τέλος έγινε μούσκεμα. Βράχηκε κάθε χιλιοστό της. Μπήκαν νερά ως τα έγκατα της ψυχής της. Δε μπορούσε να ξεχωρίσει πια αν τα μάγουλά της ήταν υγρά από τη βροχή της μοναξιάς ή τη βροχή των δακρύων της. Αλλά τι σημασία είχε άραγε; 'Αλλωστε το ίδιο ακριβώς δεν ήταν στην ουσία; Έβρεχε πολλή ώρα... Μια βροχή από αυτές τις σιγανές, που δεν ακούγονται καθόλου, αλλά έτσι αθόρυβα έρχεται και κάθεται πάνω σου...
Ήταν μια νύχτα καλοκαιρινή. Έκανε ζέστη, όχι αφόρητη όμως. Ήταν στην αρχή του ακόμα το κόκκινο καλοκαίρι, ίσα που είχε βγάλει το κεφαλάκι του στη γωνία και την κοιτούσε εκεί, μέσα στα σεντόνια της να τυλίγεται και να ξετυλίγεται... να βρέχεται ολόκληρη... και της υποσχέθηκε το μικρό καλοκαιράκι πως σε λίγες εβδομάδες, όταν θα μεγάλωνε αρκετά, θα έστελνε το ζεστό του ήλιο να της στεγνώσει το βρεγμένο σώμα, τα βρεγμένα μαλλιά, τα βρεγμένα ρούχα... Της το υποσχέθηκε σιωπηλά, χωρίς εκείνη να το ακούσει, όμως αλήθεια... και να το άκουγε, πόσο θα πίστευε στα λόγια του; 'Αλλωστε ποιος πιστεύει στα λόγια των μικρών παιδιών; Κι ας λένε πάντα αλήθειες...
Ξαφνικά, κάτι της γαργάλησε τα γυμνά πόδια, τις γάμπες, τις πατούσες... Το παράθυρο ήταν ανοιχτό κι αυτό το αεράκι τρύπωσε τόσο ξεδιάντροπα μέσα στο δωμάτιό της... όμως, σταμάτησε να κινείται... το αεράκι αυτό δεν ήρθε μόνο του... είχε για παρέα κάτι που κατευθύνθηκε με απίστευτη ταχύτητα προς τη μεριά των αφτιών της κι ερέθισε αμέσως την αίσθηση της ακοής...
Ήταν μια μελωδία. Μια γλυκειά μελωδία. Κιθάρα... ναι! Σίγουρα ήταν ήχος κιθάρας! Μόνο κάτι που αγκαλιάζεται είναι ικανό να βγάλει τόσο ερωτικές μελωδίες. Η κιθάρα, γυναίκα καθώς είναι, πάντα αναζητά κάποιον άντρα να την κρατήσει στα χέρια του, να την σφίξει στην αγκαλιά του... γι' αυτό κι εκείνη χαρίζει τους πιο γλυκούς κι ερωτικούς της ήχους σε άντρες. Είναι σαν να ανταποκρίνεται στο ερωτικό κάλεσμά τους...
Ήταν τόσο σίγουρη λοιπόν πως η μελωδία αυτή που ταξίδεψε και φώλιασε μέσα στο δωμάτιό της, προερχόταν από κάποιον που γνώριζε γι' αυτή τη βροχή που την έβρεχε. Κάποιον που θα μπορούσε να μαντέψει κάτι γι' αυτήν... Εκτός αν κι εκείνος βρεχόταν από τις ίδιες σταγόνες και με τη μουσική του αναζητούσε να στεγνώσει την ψυχή του... Με τη μουσική αυτή που έβγαζε από κάπου πολύ βαθιά μέσα του. Ήταν σαν να άπλωνε τη βρεγμένη του ψυχή, στων χορδών τα σκοινιά κι εκείνη, έτσι όπως πάλλονταν οι χορδές από τα δάχτυλα του -σίγουρα- γοητευτικού νεαρού, άρχισε να χορεύει πάνω σε αυτές τις λεπτές χορδές... Και καθώς χόρευε, λαχάνιασε κι άρχισε να ξεφυσά κι έτσι απογειωνόταν η μελωδία με αυτό το φύσημα και ταξίδευε πάνω από την σκοτεινή πόλη για να φτάσει κάπου, όπου υπήρχε κείνη που περίμενε να την ακούσει για να μαγευτεί...
Γιώτα Π.
---
Να έχετε αγάπη στην καρδιά, φως στο πνεύμα, θάρρος στην ψυχή και αλήθεια στο στόμα.