Κάρα
Ηλικία : 58 Τόπος : πατρα Ημερομηνία εγγραφής : 08/03/2011 Αριθμός μηνυμάτων : 40
| Θέμα: Η Ιστορία του Βουνού._ Τρι 8 Μαρ - 2:22:49 | |
| Aπόψε μια ιστορία θα σας πώ και χαρούμενη δεν θα'ναι. Τις νύχτες εδώ στο βουνό, ουρλιαχτά ακούμε μα δεν είναι των λύκων των ζωντανών. Ακόμη κι εκείνοι σιωπούν θλιμμένα στο άκουσμα αυτού του ουρλιαχτού. Απλώνεται παντού μέσα στο δάσος, στις κορυφές, στον ουρανό... Γεμάτο πόνο και μελαγχολία το ουρλιαχτό. Ακόμη και η Νύχτα δεν μπορεί να το ανεχτεί και γρήγορα να πάρει τη θέση της ο Ήλιος απαιτεί. Το χαμόγελο στα μέρη αυτά έχει χαθεί εδώ και πολύ-πολύ καιρό. Αυτή λοιπόν είναι η ιστορία του Ράντιν και της Λορέν.
Μια φορά κι έναν καιρό σε αυτά τα μέρη ζούσε μια μάγισσα που το όνομα της χάθησε στης Αβύσσου την φυλακή μαζί με την ψυχή της. Ζούσε κάπου ψηλά, κοντά στις πρώτες Κορυφές των Ανέμων. Ήταν πολύ όμορφη και δεν ενοχλούσε κανέναν. Πολλές ήταν οι φορές που βοήθησε τους ανθρώπους του βουνού στις κρίσιμες στιγμές τους. Τα πρωϊνά το τραγούδι της έδινε στην μέρα μια όμορφη πνοή. Η ζωή στο δάσος χρωμάτιζε την διάθεσή της. Λίγο πιο κάτω, εκεί που έμεναν οι κάτοικοι του βουνού, ζούσε σε ένα πέτρινο σπίτι μια νεαρή κοπέλα. Λορέν την έλεγαν, και όλοι τραγικά το όνομά της θα θυμούνται. Η κοπέλα αυτή λοιπόν, έναν καιρό έχασε και τους δυο γονείς της από αρρώστια που ούτε η μάγισσα δεν κατάφερε να γιατρέψει. Δύσκολα κανείς ένα χαμόγελό της μπορούσε να της "κλέψει". Την έβλεπε κανείς μόνο όταν κατέβαινε από την λίμνη νερό στο σπίτι της να φέρει. Κι όλα κυλούσαν αρμονικά στους κατοίκους του βουνού και στα στοιχειά της Φύσης. Μέχρι που ήρθε η στιγμή που κανείς να θυμάται θέλει, αλλά και να ξεχνάει επίσης... Μια μέρα στο βουνό έφτασε ένας νεαρός γεμάτος πληγές. Στα πρώτα σπίτια έπεσε και στα χιόνια σκεπάστηκε χωρίς κανείς να τον προσέξει. Εκείνο το πρωϊ, η Λορέν ξεκίνησε νερό στο σπίτι της να φέρει. Και καθώς κατέβαινε του βουνού την πλαγιά σκόνταψε στα χιόνια. Σηκώθηκε και κοίταξε χαμηλά να δει τον βράχο που καταγής την έριξε. Μα αντί για βράχο ένα χέρι ξεσκέπαστο από το χιόνι είδε. Γοργά ξεσκέπασε από το χιόνι τον πληγωμένο νεαρό. Να τον συνεφέρει προσπάθησε μα εκείνος σε ύπνο βαθύ και επικίνδυνο είχε πέσει. Τον μετέφερε στο σπίτι της και οι κάτοικοι του βουνού απ'εξω μαζευτήκαν. Οι κυράδες του βουνού γιατροσόφια έβγαλαν από τα αραχνοντούλαπά τούς μα ο νεαρός από τον ύπνο τον βαθύ δεν επανερχόταν. Τις πληγές του η Λορέν ξεκίνησε να φροντίζει. Οι κάτοικοι στα σπίτια τους ξεκίνησαν να πάνε καθώς η νύχτα έπεφτε. Και η Λορέν μόνη έμεινε με τον άγνωστο και πληγωμένο νεαρό. Όλη νύχτα στο πλάϊ του ξενύχτησε να τον ζεσταίνει με ζεστά πανιά και κουβέρτες στο τζάκι ζεσταμένες. Μέχρι που κάποια στιγμη έμεινε ακίνητη να κοιτάζει το πρόσωπο του νεαρού. Κάτι την καρδιά της ενόχλησε της ενόχλησε, εκείνη την ριμάδα την στιγμή, και για κακό δεν ήταν... Με ένα πανάκι στα χείλια του δροσιά προσπάθησε να δώσει. Με τα χέρια της το πρόσωπό του περιεργαζόταν. Σταματούσε ξανά και τον κοιτούσε πάλι. Η νύχτα περνούσε και η καρδιά της μπορούσε να ακουστεί μέσα στην ησυχία του σπιτιού της. Μέχρι που ο φόβος την κυρίευσε μη χαθεί του αγνώστου επισκέπτη η ζωή... Μήνυμα έστειλε στης μάγισσας τα μέρη, βοήθεια να στείλει ή και ίδια αν μπορεί να έρθει. Και δεν άργησε πολύ... η πόρτα χτύπησε και η κοπέλα έτρεξε να την ανοίξει. Στην μάγισσα έκανε γνωστό το τι συναίβει το πρωϊ. Κι εκείνη της υποσχέθηκε πως δεν πρόκειται ο επισκέπτης να χαθεί. Πίσω στην ζωή θα τον φέρει. Έμειναν εκεί μέχρι το ξημέρωμα. Η Λορέν ανήσυχη και η μάγισσα να την καθησυχάζει... Την αγαπούσε η μάγισσα την Λορέν, σαν την μικρή αδερφή της. Να ξεχάσει δεν μπορεί πως τους γονείς να σώσει δεν κατάφερε. Την ησυχία του σπιτιού διέκοψε ένας ψίθυρος... Έτρεξαν πάνω από το κρεβάτι του νεαρού και είδα τα μάτια του να έχει ανοίξει. Και της μάγισσας η καταραμένη η στιγμή έμελε να φτάσει... Στα μάτια όταν τον κοίταξε, μέσα στο βάθος τους χάθηκε... Και η καρδιά της χτυπούσε πια σαν της Λορέν τους χτύπους. Πέρασαν οι ώρες, πέρασαν γοργά. Κι όταν ο νεαρός μπορούσε να μιλήσει πια την ιστορία του άρχισε να λέει. Έγινε μια μεγάλη μάχη στου βουνού τα χαμηλά και ο στρατός που υπηρετούσε χάθηκε ολοκληρωτικά. Ήταν πληγωμένος βαριά και ήθελε να πεθάνει μόνος του στην ερημιά μη τύχει και τον βρούν των εχθρών τα σκυλιά. Η μάγισσα σηκώθηκε στο σπίτι της να πάει, την φύση είχε να φροντίσει και του δάσους τα στοιχειά. Μα πριν αποχωρίσει, στης Λορέν οδηγίες έδωσε πως τον νεαρό θα φροντίσει. Οι μέρες περνούσαν και μια από αυτές ο νεαρός έγινε επιτέλους καλά. Να περπατήσει και πάλι μπορούσε, πόνο δεν ένιωθε πουθενά. ώρες ατελείτες με την Λορέν περνούσε μα είχαν ξεχάσει και οι δύο κάτι πολύ απλό. Ο νεαρός το όνομά του να πεί και η Λορέν να το ζητήσει. Ένα όμορφο απόγευμα καθώς παρέα περπατούσαν στα βόρεια γκρεμνά έκατσαν τον ήλιο να δούν να βασιλεύει. "Το όνομά μου είναι Ράντιν και κατάγομαι από οικογένεια Βασιλιάδων. Μα πίσω δεν γυρίζω. Εδώ μαζί σου θέλω να μείνω." Η Λορέν ντροπαλά έσκυψε το βλέμμα μα όχι για πολύ. Καθώς ο ήλιος Βασίλευε τα χείλια τους γίναν ένα. Και οι καρδιές τους φτερουγίσαν. Μα μια καρδιά κάπου στα ψηλά... το ένιωσε σα βαθειά μαχαιριά... Ήταν της μάγισσας που στην καρδιά της έβαλε του Ντάριν την ματιά... Έτρεξε στο καζάνι που όλα της τα έδειχνε, του κόσμου και του βουνού τα μυστικά... Κι όταν τα μάτια της τα χείλια τους είδαν σαν μια αγκαλιά... σκοτείνιασαν, γέμισαν σκιά... Η φύση γύρω από το σπίτι της πέθαινε, ο ουρανός στα μελανά ντύθηκε και το κρύο έγινε εχθρικό... Μια κραυγή έβγαλε και ήταν σαν να υπήρχαν μέσα της άλλες δέκα! Η λαχτάρα της πια ήταν μόνο μια... Τον νεαρό να κερδίσει και την ψυχή της Λορέν σταν Άβυσσο να ρίξει... Η μάγισσα η καλή χάθηκε μέσα σε μια στιγμή... και την θέση της πήρε ένας δαίμονας από τους ακατανόμαστους τόπους... Οι ώρες πέρασαν και η νύχτα έπρεπε να φύγει... Μα δεν έφευγε και Ήλιος δεν φαινόταν. Όλοι τρόμαξαν και στην μάγισσα ξεκίνησαν βοήθεια και εξηγήσεις να ζητήσουν. Μόνο ο Ράντιν και η Λορέν από του δωματίου την ζεστασιά δεν θέλησαν φύγουν. Ο ήλιος για εκείνους είχε βγεί, στων ματιών τους την ψυχή. Οι ώρες πέρασαν ξανά... και οικάτοικοι πίσω δεν γύρισαν ποτέ... Και τότε μόνο ένιωσαν τον φόβο την γαλήνη να τους χτυπά... Ξεκίνησε στης μάγισσας το σπίτι να βρεθεί, να μάθει τα συμβάντα. Μα ο κίνδυνος και ο θάνατος της Λορέν την καρδιά σαν καμπάνα μελαγχολικιά χτυπούσαν... Να προσέχει του ζήτησε, κοντά της πίσω να γυρίσει. Στο δέντρο που ξάπλωναν από το έντονο φώς του ήλιου να κρυφτούν, εκεί θα τον περιμένει... Υπόσχεση της έδωσε πως πίσω θα γυρίσει ότι κι αν συμβεί. Ξεκίνησε εκείνος στης μάγισσας το σπίτι να βρεθεί. Ξεκίνησε κι εκείνη στο δέντρο που θα τον συναντούσε να βρεθεί. Στον δρόμο του ο Ράντιν την αλλαγή στο δάσος του βουνού παρατηρούσε... Σκιές και ομίχλη παντού. Η σιωπή κυριαρχούσε σαν όλα τα στοιχειά να είχα πεθάνει ή να είχαν φύγει μακριά για νέους τόπους. Δεν υπήρχε πια ζωή και ομορφιά στον δρόμο που τραβούσε... Την λαβή του σπαθιού του γερά κρατούσε, την ζωή του να υπερασπιστεί ,στου δάσους την σκοτεινιά δεν ήξερε πια τι μπορεί να εμφανισθεί... Μα η έκπληξή του ήρθε όταν λίγα μέτρα από το σπίτι της μάγισσας έφτασε και μαρμάρωσε η καρδιά του... Δεκάδες λύκοι άγριοι σαν δαιμονισμένοι έτρεχαν από εδώ και από εκεί. Βήμα άλλο δεν έκανε... την μάγισσα κάλεσε έξω να βγεί. Κι εκείνη την πρόσκληση του δέχθηκε και πήγε να τον συναντήσει. Λόγια πολλά η μάγισσα δεν είπε, μόνο τι ζητά, τι έπραξε και τι θα πράξει. Των κατοίκων την ψυχή στης Αβύσσου την μαύρη αγκαλιά έστειλε. Λύκους-δούλους τους μεταμόρφωσε στις υπηρεσίες της τους ένταξε. Δικό της τον θέλει τον νεαρό, να ζήσει εδώ για πάντα. Αθανασία του πρόσφερε, μάγο να τον κάνει... Μα εκείνος αρνήθηκε και όλα πίσω να τα επαναφέρει. Η οργή της μάγισσας... ξέσπασε με μιάς... Και οι λύκοι επάνω του έτρεξαν... με μάτια μές το αίμα... Ο Ράντιν το σπαθί του τράβηξε για την ζωή του να αμυνθεί... Σκότωσε μερικούς μα... δεν έτρεχαν όλοι οι λύκοι πάνω σε αυτόν... Συνέχιζαν και χάνονταν στου δάσους την ομίχλη. Η μάγισσα ταυτό που θα συμβεί του μήνυσε... Η ζωή της Λορέν απόψε στο τέλος της θα φτάσει... Έσφυξε του σπαθιού του την λαβή κι έτρεξε προς της μάγισσας το μέρος να βρεθεί... τέλος στην ζωή της να δώσει... Η μάγισσα να ψέλει ξόρκια σκοτεινά ξεκίνησε... μα ούτε στα μισά δεν πρόλαβε να φτάσει... Την ψυχή της στα βάθη της Αβύσσου έστειλε του Ράντιν το σπαθί... Μα κάποια λόγια που πρόλαβε να πει, έφταναν τη ζημιά να κάνουν... Και του Ράντιν το σπαθί από τα χέρια έπεσε... Το σώμα του πονούσε... και φωνές πνιχτές έβγαζε... μαρτύριο μεγάλο τραβούσε... Και Ράντιν μεταμορφώθηκε σε λύκο λευκό μα την ψυχή του δεν την έχασε, την μνήμη του η μάγισσα δεν κατάφερε να πάρει. Και μέσα στην κρίση της στιγμής, την Λορέν θυμήθηκε και τους λύκους που τρέχουν την ζωή της να σκοτώσουν. Κι έτρεξε γοργά... έτρεξε... έτρεξε... έτρεξε... έτρεξε για να προλάβει... Κι όσο έτρεχε ο ουρανός άνοιγε, φαινόντουσαν τα αστέρια... Βγήκε και το ολόγιομο φεγγάρι... Και ο Ράντιν, λύκος πια, τους λύκους που έμεναν πίσω πρόλαβε. Και μάχη σκληρή ξεκίνησε. Κόκκινο βαφόταν απ'το αίμα το χιόνι και η γη. Και ο Ράντιν συνέχισε όρθιος να στέκεται γεμάτος από αίμα... Και όσους ακόμη έβρισκε τους σκότωνε μανιασμένα... Την ζωή της Λορέν να προλάβει να σώσει ήθελε και όλα τα άλλα τα είχε ξεχασμένα. Όταν στο δέντρο έφτανε, που η Λορέν θα τον περίμενε, είδε λύκους γύρω της νεκρούς κι εκείνη όρθια να στέκει με του πατέρας της το σπαθί και το μαχαίρι... Άλλη απειλή για εκείνη δεν υπήρχε σκέφτηκε ο Ράντιν... Και κουρασμένος, πληγωμένος κοντά της πλησίαζε ανακουφισμένος... Ο ουρανός γεμάτος πια στέρια και συννεφιά καμιά... Το φεγγάρι τα πάντα φώτιζε και την ομίχλη έδιωχνε... Η Λορέν τον κοιτούσε να πλησιάζει... Εκείνος την Λορέν να πλησιάζει... Έφτασε κοντά της, λίγα βήματα έμεναν ακόμη την οσμή και την αγκαλιά της να γευτεί... Άρχισε να τρέχει η Λορέν προς τον Ράντιν. Άρχισε να τρέχει ο Ράντιν κοντά της. Ένα σπαθί σηκώθηκε και κατέβηκε γοργά.... Ένα ουλιαχτό την νύχτα συντάραξε σα να χωρίστηκε η γη και ο ουρανός μαζί... Ο Ράντιν έπεσε νεκρός από της Λορέν το σπαθί... Και που να ήξερε η δύστυχη η Λορέν ποιός ήταν ο λύκος που την πλησίαζε γοργά...? Την ζωή της υπερασπίστηκε, να μείνει ζωντανή τον Ράντιν να περιμένει... Έκατσε στο δέντρο της συνάντησης τους... Κι έμεινε εκεί να τον περιμένει... Ο λύκος ο λευκός που μέσα του του Ράντιν την καρδιά και την ψυχή έκρυβε, έμεινε εκεί άψυχος πια... κοντά στην Λορέν. Η λορέν περίμενε μα τον Ράντιν δεν έβλεπε πουθενά... στο μυαλό της τα χειρότερα έβαλε... μα πείσμωσε η καρδιά. "Θα τον περιμένω εδώ ότι κι αν συμβεί. Υποσχέθηκε πως θα'ρθει και θα'ρθει!" Κι έμεινε εκεί η Λορέν... να περιμένει... Κι έμεινε το σώμα του λύκου εκεί... στο πλάϊ της ξαπλωμένο... Μέχρι που και των δυο, τα αγκάλιασε η γη και από τα μάτια των θνητών τα πήρε. Μα μαζί ποτέ δεν τα έβαλε... οι ψυχές παρέμειναν εκεί... Της Λορέν τον Ράντιν να περιμένει και του Ράντιν ακόμη στην αγκαλιά της να προσπαθεί να βρεθεί... Κι έτσι... από τότε... κάθε νύχτα στον αέρα ακούγεται ένα μοιρολόϊ από φωνή γλυκειά... και είναι της Λορέν που ακόμη τον Ράντιν περιμένει... Και ένα ουρλιαχτό που θλιμμένα προσπαθεί της Λορέν την αγκαλιά να βρεί να ησυχάσει.
http://light-in-darkness.pblogs.g
--- Να έχετε αγάπη στην καρδιά, φως στο πνεύμα, θάρρος στην ψυχή και αλήθεια στο στόμα. | |
|