Κάρα
Ηλικία : 58 Τόπος : πατρα Ημερομηνία εγγραφής : 08/03/2011 Αριθμός μηνυμάτων : 40
| Θέμα: Ξύλινη καρδιά._ Τρι 8 Μαρ - 2:19:16 | |
| Μαγική νύχτα... Το φεγγάρι έλαμπε ολόγιομο, καθάριο ασήμι, ένιωθες πως θα ξεχειλίσει και θα παρασύρει με το φως του τον κόσμο ολάκερο. Νυχτοπούλια τραγουδούσαν στα δέντρα, νυχτολούλουδα σκόρπιζαν την μυρωδιά τους, οι σκανταλιάρηδες Μικροκαμωμένοι ήταν κι αυτοί ήσυχοι μέσα στα φυλλόσπιτά τους. Το χορτάρι ακτινοβολούσε σχεδόν λευκό, με τις σκιές που έπεφταν απʼ τα δέντρα να το κάνουν να μοιάζει στολισμένο με διαμάντια. Μόνο εκείνη δεν είχε ησυχία ούτε στην ψυχή της, ούτε στο σώμα της κι η καρδιά της χτυπούσε σαν σφυρί στο στήθος της κι αντηχούσε στην ησυχία. Το ξόρκι που ʽχε ξεκινήσει με αυτοπεποίθηση και σιγουριά, είχε καταλήξει, μέσα απʼ τις διαρκείς επαναλήψεις, λυγμός.
«Παράτα τα, Ζελού, δεν θα τα καταφέρεις...» ψιθύριζε απέλπιδα ο Τούφικο, ο Μικροκαμωμένος της φίλος, αλλά εκείνη δώστου κι επέμενε ξανά και ξανά. «Πρέπει, πρέπει να τα καταφέρω! Δεν υπάρχει τίποτα που να θέλω πιο πολύ απʼ αυτό, πρέπει να γίνω άνθρωπος!» Και δώστου, έπλεκε στα δάχτυλά της τις σκληρές ίνες που της είχε χαρίσει το Σοφό Δέντρο για να την βοηθήσει, μέχρι που τα μάτωσε και τα πλήγιασε, αλλά δεν θα παρατούσε. Κι όλο σιγομουρμούριζε: «Δέντρο σπάνιο και σοφό Φως του φεγγαριού ψηλά Άκου πως χτυπά η καρδιά μου Δυνατά και βροντερά Πάρε ξύλο, πάρε αίμα Πάρε δάκρυα πολλά Δώσε στην καρδιά μου σάρκα Σα θνητού για να χτυπά. Θέλω άνθρωπος να γίνω Με τη μοίρα να δεθώ Που τους κάνει να πεθαίνουν Γιατί άνθρωπο αγαπώ.» Έτσι της είχε πει η νύμφη πως γινόταν, που το ʽχε ακούσει κι εκείνη απʼ τη Μεγάλη Μάγισσα. Μόνο μια φορά είχε ξαναγίνει, βέβαια, αλλά αυτό ήταν αρκετό.
«Ζελού, Ζελού! Σου φέρνω νέα τέτοια, που δεν θα τα πιστεύεις! Βρήκα το ξόρκι!» είχε αναφωνήσει η πανέμορφη Λιράνια κι είχε τρέξει με το ανάλαφρο βήμα της προς την δρυάδα. «Η Μεγάλη Μάγισσα είπε πως πρέπει να ζητήσεις απʼ το Σοφό Δέντρο να σου δώσει ίνες απʼ τις ρίζες του και μʼ αυτές, το βράδυ που θα ʽναι το φεγγάρι μια αγκαλιά μακριά, να πλέξεις στα δάχτυλά σου το σχήμα μιας καρδιάς και να πεις τα λόγια που κάνουν την καρδιά σου να χτυπάει. Κι όταν θα το ʽχεις έτοιμο, θα το βάλεις ανάμεσα στο στήθος σου και στο φεγγάρι, να πέφτει πάνω σου η σκιά του και θα γίνεις άνθρωπος!»
Αχ, ποιος το ʽλεγε πως θα μαγευόταν δρυάδα από άνθρωπο! Κι όμως, όταν συνέβη να περάσει απʼ το Αθάνατο Δάσος θνητός, μόλις τον είδε η Ζελού, τον ερωτεύτηκε παράφορα. Εκείνος, και γι άνθρωπος ακόμα, ήταν νεαρός, μόλις που ʽχε βγάλει γένια και τρομαγμένος είχε μπει στο Αθάνατο Δάσος που όλοι γνώριζαν πως κατοικούσαν Κένταυροι και μάγισσες και νεράιδες και κανείς δεν έμπαινε, γιατί φοβόντουσαν. Αλλά εκείνος, ενώ φαινόταν πως ήταν φοβισμένος πολύ, μπήκε και περπάτησε. Κι οι Αθάνατοι τον παρατηρούσαν, αόρατοι στα μάτια του (γιατί οι Αθάνατοι μπορούν να διαλέξουν αν θέλουν ή δεν θέλουν να τους βλέπουν). Η Ζελού καθόταν μαζί με την Λιράνια, όταν ήρθαν οι Μικροκαμωμένοι να τους πουν πως είχε μπει ένας άνθρωπος στο Δάσος. Κι έτρεξαν κι οι δυο, γιατί πολλά χρόνια είχαν περάσει από τότε που είχαν δει θνητό τελευταία φορά. Η Λιράνια γέλασε μαζί του, αλλά η Ζελού έμεινε άφωνη να τον κοιτάζει, ενώ μέσα στο στήθος της η ξύλινη καρδιά της άρχισε να χτυπάει βροντερά. Ο άνθρωπος την άκουσε και γύρισε προς το μέρος της, με τα μελιά του μάτια τρομαγμένα κι εκείνη άφησε το σώμα της να γίνει ορατό σʼ αυτόν που είχε κάνει την καρδιά της να χτυπήσει. Πάγωσε με μιας εκείνος, σαν να τον είχε κοιτάξει η Μέδουσα, πάγωσε κι η Ζελού, τρομαγμένη απʼ το δυνατό ντουπ ντουπ που έκανε η καρδιά της. Άπλωσε το χέρι της να τον ακουμπήσει και με μιας αυτός έβγαλε μια φωνή κι εξαφανίστηκε τρέχοντας. Κι έμεινε η δρυάδα, με την καρδιά της να χτυπάει ρυθμικά, ενώ όλοι οι Αθάνατοι μαζεύτηκαν γύρω της περίεργοι απʼ τον παλμό. Άλλαξε η ζωή στο Δάσος των Αθανάτων μετά από κείνη την ημέρα. Η Ζελού δεν έτρεχε ανέμελη, όπως πρώτα, ούτε φρόντιζε με την ίδια αφοσίωση τα δέντρα και τα λουλούδια. Μόνο πήγαινε κάθε τόσο στις παρυφές του Δάσους, μην μπορώντας να περάσει στον κόσμο των θνητών, ελπίζοντας μόνο πως ο άνθρωπος θα γύριζε πίσω. Μάταια, όμως, μιας κι αυτός είχε τόσο πολύ τρομάξει απʼ την δρυάδα. Και μαράζωνε εκείνη, μέρα με τη μέρα κι είχε σβήσει το χαμόγελο απʼ τα χείλη της κι η αλαφράδα απʼ την περπατησιά της. Πολύ ανησύχησε η Λιράνια για την φιλενάδα της κι όλο το Δάσος αντηχούσε τον παλμό της ξύλινης καρδιάς. Κι έκλαιγε πικραμένη η Ζελού πως ήταν τρομαχτική στην όψη, γι αυτό και είχε φύγει μακριά της ο άνθρωπος κι όσο κι αν της έλεγε το Σοφό Δέντρο πως ήταν πολύ όμορφη, απλά ήταν δρυάδα κι όλοι οι Αθάνατοι τρομάζουν με την λάμψη τους τους θνητούς, εκείνη το μόνο που ήθελε ήταν να βρει έναν τρόπο να γίνει κι εκείνη άνθρωπος. Είδε κι απόειδε η νύμφη και με παρακάλια πήγε στην Μεγάλη Μάγισσα να ζητήσει την συμβουλή της. Κι εκείνη, που ήταν κάποτε άνθρωπος, κούνησε το άσπρο της κεφάλι και της είπε αυτά τα λόγια: «Φορτίο βαρύ έχει στο στήθος της η Ζελού, γιατί οι ξύλινες καρδιές δεν φτιάχτηκαν για να χτυπάνε. Όμως εκείνη αγαπάει κι είναι ο έρωτας –για σας τους Αθανάτους- μαρτύριο αβάσταχτο. Και για τους ανθρώπους είναι πόνος, αλλά οι δικές τους καρδιές είναι από σάρκα και φτιαγμένες γι αγάπη, όπως ήταν κάποτε κι η δική μου. Η Ζελού δεν θα βρει ανάπαυση πουθενά στο Δάσος μας πια, όταν χτυπήσει η ξύλινη καρδιά, γίνεται ο παλμός της οδηγός. Γι αυτό και θα σου πω το ξόρκι που πρέπει να κάνει, για να γίνει θνητή και να σμίξει με τον άνθρωπο που αγαπάει. Σου λέγω, όμως, τούτο, Λιράνια, σε σένα μόνο: είτε το ξόρκι πετύχει, είτε όχι, η αγάπη θα νικήσει κι ο παλμός θα χτυπά για πάντα.»
Τα ʽχε κάνει όλα όπως της τα ʽχε πει η Λιράνια: τα λόγια, το σχήμα, όλα της φαινόντουσαν σωστά, αλλά συνέχισε να παραμένει δρυάδα: πράσινη, με μαλλιά από φύλλα και ξύλινη καρδιά. Ο Τούφικο την έβλεπε να παιδεύεται και να ματώνει και να κλαίει και να πεισμώνει και να κλαίει πάλι, μέχρι που το φεγγάρι που θα την έκανε άνθρωπο έδυσε κι εκείνη έμεινε να κοιτάζει τη μικρή καρδούλα που ʽχε φτιάξει με τις ίνες. Τη φίλησε τρυφερά κι έκλαψε, ξέροντας ότι το φεγγάρι θα ʽταν πάλι μια αγκαλιά μακριά μετά από χρόνια ατελείωτα. «Να τον έβλεπα τουλάχιστον λιγάκι, μια φορά μονάχα ακόμα» τραύλισε μέσα απʼ τα δάκρυά της. «Να ήξερε ότι υπάρχω, ότι θέλω την ξύλινη καρδιά μου να την κάνω καρδιά ανθρώπου και να τη δέσω με την δική του...» Έκλαψε η δρυάδα, ενώ ο Τούφικο ο Μικροκαμωμένος της χάιδευε τα δάχτυλα, μέχρι που ξημέρωσε και βγήκε ο ήλιος κι εκείνη έκλαιγε ακόμα. Κι όπου έσταζαν τα δάκρυά της, άνθιζαν λουλούδια μεγάλα και ροδαλά, μέχρι που ο Τούφικο τρόμαξε πως θα τους πνίξουν με το μέγεθός τους κι έτρεξε γρήγορα ( γιατί τους Μικροκαμωμένους δεν τους έπιανε κανείς στο τρέξιμο, ούτε οι Κένταυροι, ούτε οι νεράιδες) να φωνάξει τη Λιράνια τη νύμφη, την φιλενάδα της Ζελού. Μέχρι να φτάσουν, ένιωσαν κι οι δύο έναν παλμό, ευγενικό, μα δυνατό, να ʽρχεται από κει που καθόταν η Ζελού. Κι όταν στο τέλος έφτασαν, δεν μπορούσαν να την βρουν ανάμεσα απʼ τα λουλούδια. Μόνο η ξύλινη καρδιά της ήταν στο χώμα, που χτυπούσε τραβώντας τους Αθάνατους κοντά της. Άκουσε από μακριά ο άνθρωπος αυτό τον παλμό, που ήταν φτιαγμένος για τʼ αυτιά των Αθανάτων και κατάλαβε ότι υπήρχε κάπου μια καρδιά που χτυπούσε γι αυτόν. Κι έτρεξε, μαγεμένος, νικώντας όλους τους φόβους του, στο Δάσος των Αθανάτων κι εκείνοι δεν τον εμπόδισαν καθόλου, ούτε κρύφτηκαν απʼ την ματιά του, αναγνωρίζοντας στο βλέμμα του όλα εκείνα που έκαναν την ξύλινη καρδιά της δρυάδας να χτυπά. Γονάτισε εκείνος ανάμεσα στα λουλούδια και πήρε στα χέρια του την καρδιά της Ζελού, ακουμπώντας την τρυφερά στο δικό του στήθος, ενώνοντας τον παλμό της με τον δικό του, μέχρι που έγιναν ένας χτύπος σαν μουσική και στον ρυθμό του χόρεψαν όλοι οι Αθάνατοι, νιώθοντας μια ευτυχία που δεν μπορούσαν να εξηγήσουν, ούτε να αντισταθούν. Οι δυο καρδιές, η ξύλινη κι η ανθρώπινη, έμειναν μαζί ενωμένες για πάντα, κάνοντας τον κόσμο ολάκερο να τραγουδά, να χορεύει, να ζει και να ονειρεύεται τον παλμό της αγάπης τους.
http://www.sff.gr/
--- Να έχετε αγάπη στην καρδιά, φως στο πνεύμα, θάρρος στην ψυχή και αλήθεια στο στόμα. | |
|