Μία φορά και έναν καιρό, στα πολύ παλιά τα χρόνια, τότε που όλα ακόμα ήταν μαγικά,
σ΄ ένα χωριουδάκι που το έλεγαν Μελισσοχωριό, ανάμεσα στις άλλες οικογένειες ζούσαν
και οι οικογένειες της μικρής Θαλασσούλας και ενός φτωχού ψαρά.
Ο Χειμώνας ήταν συχνά βαρύς κι ο ουρανός γέμιζε από μαύρα βαρειά σύννεφα που έμεναν μέρες
κρεμασμένα μετέωρα από τον ουρανό που έχανε το γαλάζιο του χρώμα.
Πολύ συχνά ο αέρας φυσούσε μανιασμένα και το πυκνό χιόνι που έπεφτε στροβιλιζόταν δυνατά
πριν πέσει και καλύψει το έδαφος και τα δέντρα.
Στο σπίτι της Θαλασσούλας είχαν στρώσει για το μεσημεριανό φαγητό και όλη η οικογένεια
μαζεύτηκε αμέσως γύρω από το τραπέζι. Η γιαγιά Ιουλία άφησε την ανέμη να ξεκουραστεί από το συνεχές γύρισμα της,
ο Κυρ-Αρέτας, ο πατέρας ,σταμάτησε να διαβάζει την εφημερίδα του, κι η μαμά Βασιλική πήρε απ’το χέρι
την μικρή Θαλασσούλα. Όλοι, με ολοφάνερη την χαρά στα πρόσωπά τους, κάθησαν κι έκαναν την προσευχή τους.
Ο κυρ-Αρέτας είχε την μεγαλύτερη αυλή στο χωριό, και πολλά ζώα.
Πανέμορφα άλογα, χαριτωμένα κουνέλια, άτακτα σκυλάκια, κότες και παπάκια, έτρεχαν χαρούμενα
μέσα στην αυλή κάθε μέρα και χαίρονταν τόσο όταν τον έβλεπαν που κουνούσαν τις ουρές τους
ή χτυπούσαν τα φτερά τους, από την ευτυχία.
Το σπίτι τους ήταν ψηλό, πέτρινο και καλοχτισμένο, με πολλές γλάστρες γεμάτες από όμορφα μυρωδάτα λουλούδια,
ενώ στα παράθυρα, οι κρεμασμένες λευκές κουρτίνες ήταν όλες κεντημένες από την γιαγιά Ιουλία.
Ένας μεγάλος κήπος με πολλά δέντρα φορτωμένες με λογής λογής καρπούς το κύκλωνε σαν να το προστάτευε.
Στην άκρη της αυλής τουΚυρ-Αρέτα υπήρχε ένα μεγάλο πηγάδι.
Όλοι στο χωριό έλεγαν, πως το πηγάδι ήταν μαγεμένο.
Κανείς δεν ήξερε ποια μαγικήδύναμη είχε το πηγάδι και κανείς δεν το πλησίαζε.
Εκείνο που έλεγαν ακόμα οι παλιοί ήταν πως όλοι όσοι είχαν ζήσει στο σπίτι με το πηγάδι, ήταν όλοι πλούσιοι κι ευτυχισμένοι.
Και όλοι, μα όλοι είχαν ένα κοριτσάκι που το φώναζαν Θαλασσούλα.
Λίγο παρακάτω ζούσε η οικογένεια του φτωχού ψαρά, του Κυρ-Ανέστη.
Το καίκι του είχε βουλιάξει μερικά χρόνια πριν και δύσκολα πια μπορούσε να ζήσει την τον εαυτό του
και την γυναίκα του την κυρά-Μυρτώ. Δεν είχαν παιδάκια και στην μικρή αυλή του έβλεπε κανείς
μονάχα μερικές κότες και το άσπρο τουάλογο.
Μ’ αυτό, ο φτωχός ψαράς ανέβαινε μέχρι το σπίτι τουκυρ-Αρέτα, και τον βοηθούσε να καθαρίζει τα ζώα,
να ποτίζει τον μεγάλο του κήπο, και να περιποιείται τις υπέροχες γλάστρες που στόλιζαν το σπίτι.
Άλλες φορές πήγαινε καβάλα με το άσπρο του άλογο μέχρι την μικρή λιμνούλα στα Βόρεια του χωριού και ψάρευε πέστροφες.
Ο καιρός περνούσε και κάπως έτσι ζούσαν στο Μελισσοχωριό, οι δύο οικογένειες, της Θαλασσούλας και του φτωχού ψαρά.
Ο κρύος Χειμώνας σιγά-σιγά έφευγε και την θέση του έπαιρνε η Άνοιξη. Τα δέντρα την χαιρετούσαν ανθίζοντας,
ειδικά οι αμυγδαλιές που φορτωμένες με τα λευκά λουλουδάκια της έμοιαζαν σαν νυφούλες που βλέπουν τον γαμπρό
πλησιάζοντας την εκκλησία και λάμπουν από χαρά. Στις λίμνες άρχισαν να πλέουν ξανά τα νούφαρα
Η γη γινόταν ολοένα και πιο πράσινη κι οι μαργαρίτες άσπρες και κίτρινες έδεναν με τις κατακόκκινες παπαρούνες
και έφτιαχναν ένα πανέμορφο πολύχρωμο χαλί.
Η Θαλασσούλα μεγάλωνε κι έμοιαζε κάθε μέρα να γίνεται ομορφότερη.
Τα ξανθά μαλλάκια της στόλιζαν το κουκλίστικο πρόσωπό της κι έπεφταν στους ώμους της.
Της άρεσε να φοράει πάντα κόκκινο φόρεμα και κόκκινα παπούτσια που την έκαναν να μοιάζει με πανέμορφη παπαρούνα.
Της άρεσε να μιλάει με τον φτωχό ψαρά, και να του δίνει κουράγιο όταν τον έβλεπε στενοχωρημένο.
Του έδινε ψωμί και φαγητό καμιά φορά κρυφά ακόμα κι από τον πατέρα της τον κυρ-Αρέτα.
Ο φτωχός ψαράς της έδινε με την σειρά του χίλιες ευχές.
Μία μέρα, ο φτωχός ψαράς γύρισε από το σπίτι του κυρ-Αρέτα κατάκοπος από τις δουλειές της μέρας και έπεσε να κοιμηθεί.
Δεν έβλεπε συχνά όνειρα και κανένα μα κανένα από όσα είχε δει ως τώρα δεν ήταν όμοιο μ’ αυτό που είδε εκείνη την βραδιά.
Πολλές ξανθομαλλούσες νεράιδες, χόρευαν γύρω από το πηγάδι του κυρ-Αρέτα και στην μέση του τρελού τους χορού,
η Θαλασσούλα φορώντας το ομορφότερο χρυσό ρούχο που είχε δει ποτέ του, συνόδευε τον χορό τους τραγουδώντας με την υπέροχη φωνή της.
Την ώρα που το τραγούδι της Θαλασσούλας έφτανε στο τέλος του μια υπέροχη γυναίκα βγήκε από το πηγάδι
αγκάλιασε την κοπέλα τρυφερά την πήρε από το χέρι και μαζί βούτηξαν στα μαύρα του νερά.
Κοιμισμένος ακόμα ο φτωχός ψαράς άρχισε να φωνάζει :
«Bοήθεια !!! Τρέξτε να βγάλουμε το κοριτσάκι από το πηγάδι»
Έτρεξε κοντά στο πηγάδι και αρχίσε να την φωνάζει: «Θαλασσούλα, Θαλασσούλα που είσαι;» αλλά καμμία απάντηση.
Ξαφνικά ένα τεράστιο γαλάζιο άστρο ήλθε και έκατσε πάνω από το πηγάδι και με ανθρώπινη φωνή είπε:
«Φτωχέ ψαρά τι θέλεις; Η Θαλασσούλα είναι μία μικρή πριγκήπισσα και εκεί κάτω είναι το παλάτι της.»
Ο φτωχός ψαράς γύρισε για να ρωτήσει το άστρο περισσότερα πράγματα για το πηγάδι τις νεράιδες
και την πανέμορφη γυναίκα αλλά αντί γι αυτό ξύπνησε και το όνειρο χάθηκε.
Ταραγμένος, φόρεσε το σακάκι του, τον ναυτικό του σκούφο κι έτρεξε στο πηγάδι.
Δεν είδε κανέναν χορό γύρω του μα ένα χαμηλό φως έμοιαζε να βγαίνει από μέσα του.
Έσκυψε για να δει καλύτερα. Το πηγάδι ήταν πλημμυρισμένο από πολλά πολύ μικρά φωτάκια,
αληθινές νεράιδες χορεύανε τρελά και η μικρή Θαλασσούλα στην μέση του χορού χτυπούσε παλαμάκια. και τραγουδούσε.
Η όμορφη γυναίκα που είχε δει και στο όνειρο του καθόταν σε ένα υπέροχο θρόνο και καμάρωνε φανερά την μικρή κοπέλα.
«Θεέ μου! ψιθύρισε. Δεν είναι δυνατόν, είμαι ξύπνιος. Είναι λοιπόν αλήθεια τα όσα είδα στον ύπνο μου;»
Καθισμένος εκεί ο φτωχός ψαράς κοίταζε και ξανακοίταζε και δεν πίστευε στα μάτια του.
Για μια στιγμή είπε να πάει και να φωνάξει την γυναίκα του, την κυρά Μυρτώ, για νάχει έναν μάρτυρα
για όσα έβλεπε αλλά μόλις έκανε την σκέψη τα φώτα χάθηκαν, οι νεράιδες έφυγαν και έμεινε μόνος δίπλα στο πηγάδι.
Με σκυμμένο το κεφάλι γύρισε στο σπιτάκι του, και ξάπλωσε. Στο νου του διαρκώς έρχονταν όλα όσα
είχε δει τόσο στον ύπνο του όσο και στον ξύπνιο του.
Με πολλά βάσανα κατάφερε τελικά να κοιμηθεί….
Όταν ξύπνησε ο ήλιος ήταν ήδη ψηλά. Ήπιε βιαστικά τον καφέ του και δίχως να πει κουβέντα
στην κυρά-Μυρτώ πήγε στο σπίτι του κυρ-Αρέτα. Είχε πολύ δουλειά να κάνει αλλά μόνο την Θαλασσούλα ήθελε να δει.
Την είδε να φτάνει χαμογελαστή και ξεκούραστη όπως πάντα με το πανέρι της γεμάτο κουλουράκια και γλυκίσματα όπως κάθε μέρα.
Του τα έδωσε κι άρχισε να μαζεύει λουλούδια δίπλα του.
Εκείνος δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί και να δουλέψει, το στόμα του στέγνωνε, ίδρωνε από την αγωνία
και αν και ήθελε να την ρωτήσει για τον χορό στο πηγάδι ταυτόχρονα φοβόταν.
«Που ήσουνα χθες το βράδυ;” την ρώτησε τελικά.»
«Κοιμόμουνα» του απάντησε γελαστά το μικρό κορίτσι χωρίς να φανεί στο πρόσωπο της
η παραμικρή ανησυχία για την παράξενη ερώτηση. Ο φτωχός ψαράς χαμογέλασε και σκέφτηκε πως απλά
είχε ονειρευτεί πως πήγε στο πηγάδι και την είδε πραγματικά να χορεύει με τις άλλες νεράιδες.
Αφοσιώθηκε στην δουλειά που είχε να κάνει και γρήγορα η μέρα πέρασε. Το βράδυ ο φτωχός ψαράς δεν μπορούσε πάλι να κοιμηθεί.
Φοβόταν πως αν κοιμόταν θα έβλεπε πάλι τον χορό στο πηγάδι και πως δεν θα μπορούσε να ξέρει αν κοιμόταν
ή αν το έβλεπε στα αλήθεια.. Προτίμησε να μείνει ξάγρυπνος κι όταν έφτασε η ώρα που είχε δει τον παράξενο χορό
πήγε ξανά στο σπίτι του Κυρ-Αρέτα. Έσκυψε στο πηγάδι προσεκτικά και είδε ξανά τα ίδια.
Ήταν όμως σίγουρος πια πως ότι έβλεπε ήταν αληθινό.
Την άλλη μέρα ξαναρώτησε την Θαλασσούλα που ήταν το βράδυ μα πήρε την ίδια απάντηση.
Αυτό κράτησε πολλά μέρες.
Ό φτωχός ψαράς δεν άντεξε να κρατάει ένα τέτοιο μυστικό μόνος του και τα εξομολογήθηκε όλα στην κυρά-Μυρτώ.
Εκείνη άρχισε να σταυροκοπιέται.
«Ξέραμε πως το πηγάδι ήταν μαγεμένο; αλλά η Θαλασσούλα τι γυρεύει μέσα σ’αυτό;
Κι αν είναι νεράιδα όπως λες δεν πρέπει να το πούμε στον Κυρ-Αρέτα;»
Το σκέφτηκαν, το ξανασκέφτηκαν και τ’ αποφάσισαν.
Ο κυρ-Αρέτας στην αρχή δεν παραδέχτηκε τα όσα άκουγε απ’τον Κυρ-Ανέστη και την γυναίκα του
αλλά όταν εκείνοι επέμειναν πως όσα είχαν δει ήταν αληθινά αναγκάστηκε να τους πει την αλήθεια.
Η βασίλισσα των νεράιδων του πηγαδιού τους είχε δώσει την Θαλασσούλα επειδή εκείνοι δεν είχαν παιδιά
κι επειδή ήθελε η κόρη της να μάθει να ζει και με τους κανονικούς ανθρώπους.
Η νεραιδοβασίλισσα έδινε στον Κυρ-Αρετά ότι ήθελε για να ζει η κόρη της όσο καλύτερα γινόταν.
Η ίδια η Θαλασσούλα δεν θυμόταν πως ήταν στην πραγματικότητα νεράιδα και πήγαινε κάθε βράδυ
στον χορό του πηγαδιού ενώ ακόμα κοιμόταν.
Όλη την ημέρα έλειπε τόσο μα τόσο πολύ από την μητέρα της και τις άλλες νεράιδες που ήθελαν τουλάχιστον
να την βλέπουν τα βράδια και χαίρονταν τόσο πολύ όταν γινόταν αυτό που έστηναν ολόκληρο χορό.
Ο Κυρ-Αρέτας ευχαρίστησε τον φτωχό ψαρά που δεν μίλησε σε κανέναν άλλον για τον χορό του πηγαδιού
και του είπε πως το όνειρο που είδε και που τον έκανε να πάει στο πηγάδι το πρώτο βράδυ του
το είχε στείλει η ίδια η νεραιδοβασίλισσα μιας κι έβλεπε πόσο πολύ τον αγαπούσε η Θαλασσούλα.
Ο φτωχός ψαράς κι η γυναίκα του άφησαν το μικρό τους σπιτάκι κι έζησαν μαζί με την Θαλασσούλα
στο μεγάλο σπίτι με το πηγάδι έχοντας την κι αυτοί σαν πραγματικό τους παιδί.
Ακόμα και σήμερα πολλά πολλά χρόνια μετά οι κάτοικοι της περιοχής λένε πως τα βράδια δεκάδες μικρά φωτάκια
πλημμυρίζουν το πηγάδι στο μεγάλο σπίτι του χωριού και μπορεί κανείς να ακούσει ακόμα και τραγούδια.
Και για σκεφτείτε…πως άραγε να λένε το μικρό κατάξανθο κοριτσάκι που έχει η οικογένεια που τώρα μένει εκεί;
Γιαγιάκα Αννα
---
Να έχετε αγάπη στην καρδιά, φως στο πνεύμα, θάρρος στην ψυχή και αλήθεια στο στόμα.