Ορισμοί.
Αδύνατον λέγεται εκείνο, του οποίου το εναντίον είναι αναγκαίως αληθές. Λ. χ. ότι αι ορθαί γωνίαι είναι άνισοι, τούτο είναι αδύνατον.
Αρχή λέγεται 1ον) η έναρξις αυτού του πράγματος· π. χ. η αρχή ενός λόγου· 2ον) η έναρξις των πραγμάτων ως προς ημάς, ήτοι όθεν πρέπει να αρχίσωμεν εν πράγμα, διά να το μάθωμεν ή να το κάμωμεν καλώς· 3ον) η πρώτη ύλη ή το ποιητικόν αίτιόν τινος· π. χ. τα θεμέλια είναι αίτια της οικίας, η ύβρις της μάχης. 4ον) η απόφασις ήτις παράγει μεταβολήν, όθεν και αι πολιτικαί εξουσίαι λέγονται αρχαί· 5ον) αι υποθέσεις ή οι λόγοι με τους οποίους αποδεικνύομέν τι.
Αίτιον. Τας αυτάς σημασίας, τας οποίας έχει η αρχή, έχει και το αίτιον, διότι πάντα τα αίτια είναι αρχαί. Πάσαι αι αρχαί είναι το πρώτον εκ του οποίου υπάρχει εν πράγμα, ή γίνεται, ή γνωρίζεται. Και άλλαι μεν είναι εντός, άλλαι δε εκτός των πραγμάτων. Είναι δε τέσσαρα τα αίτια : 1ον) η
ύλη πράγματός τινος· λ. χ. ο χαλκός είναι ύλη του ανδριάντος· 2ον) το
είδος και το πρότυπον αυτού, δηλ. η έννοια και η
ουσία του πράγματος λ. χ. του ανδριάντος· 3ον) η αρχή της κινήσεως και της μεταβολής· λ.χ. ο ανδριαντοποιός· και 4ον) ο σκοπός και τα μέσα της εκτελέσεως του· π.χ. η υγίεια είναι ο σκοπός του περιπάτου και μέσα είναι τα φάρμακα και η κάθαρσις κλπ. Τα τέσσαρα λοιπόν αίτια είναι το υλικόν, το ειδικόν, το ποιητικόν και το τελικόν (ου ένεκεν).
Αναγκαίον λέγεται 1ον) το συνεργούν αίτιον, άνευ του οποίου είναι
αδύνατον να υπάρχη τι· λ. χ. η αναπνοή αναγκαία εις την ζωήν· 2ον) το μέσον άνευ του οποίου δεν δύναται να γείνη το αγαθόν ή να αποβληθή το κακόν λ. χ. τα φάρμακα· 3ον) ό,τι γίνεται εναντίον της θελήσεώς μας και μας βιάζει· 4ον)
ό,τι δεν ημπορεί άλλως να γείνη, και αύτη είναι η κυρία σημασία του αναγκαίου, από της οποίας πηγάζουσιν αι άλλαι. Ούτως η απόδειξις είναι εκ των αναγκαίων, διότι το καλώς αποδειχθέν δεν δύναται να είναι άλλως.
Αντικείμενα είναι 1ον) τα αντιφατικά· λ. χ. λευκόν και όχι λευκόν· 2ον) το εναντίον· 3ον) ό,τι είναι σχετικόν πρός τι· λ. χ. εντός-εκτός, πατήρ-υιός· 4ον) η στέρησις κλπ. Και τέλος ό,τι δεν ημπορεί να ευρίσκηται ηνωμένον με άλλο εις τρίτον τι· λ. χ. το λευκόν και το φαιόν. Εάν τοιαύτα πράγματα ανήκωσιν εις
γένος διάφορον, τότε είναι
εναντία. Έπειτα εναντία είναι τα εις το αυτό
γένος ανήκοντα και έχοντα μεγίστην απ' αλλήλων διαφοράν, και εν γένει εκείνα των οποίων η διαφορά είναι μεγίστη.
Γένος είναι 1ον) η συνεχής γένεσις των εχόντων το αυτό
είδος. Ούτω λέγεται: εν όσω υπάρχει το γένος των ανθρώπων, δηλαδή η συνεχής γένεσις αυτών 2ον) η πρώτη ποιητική αιτία της υπάρξεως των ατόμων· λ.χ. λέγονται Ίωνες το γένος, διότι κατάγονται από Ίωνος του πρώτου γεννήσαντος· 3ον) τα καθόλου ή αι γενικαί έννοιαι· λ.χ. το επίπεδον των σχημάτων είναι γένος των μερικών ή ατομικών επιπέδων· 4ον) Το είδος ή η μορφή, της οποίας αι διαφοραί είναι αι ποιότητες (βλέπε
είδος).
Δύναμις είναι 1ον) η
αρχή της κινήσεως ή της μεταβολής τινος, ήτις όμως είναι εις άλλο τι πράγμα· λ. χ. η οικοδομική τέχνη είναι δύναμις, ήτις δεν ευρίσκεται εις την κατασκευαζομένην οικίαν, αλλ' εις τον αρχιτέκτονα, κλπ.· 2ον) το να δύναταί τι να μεταβάλληται ή να κινήται από άλλο διάφορον, ότε λέγομεν ότι πάσχει· 3ον) η ικανότης του να εκτελή τις καλώς πράγμά τι ή απόφασιν· π. χ. να ομιλήση καλώς ή να βαδίση· 4ον) το να μη δύναται τι να μεταβάλληται ή επί το χείρον να κινήται, ή τουλάχιστον το να πάσχη ταύτα δυσκόλως. Δύναμις λοιπόν είναι η
ευφυΐα ή διάθεσις του πράγματος εις το να δύναται να είναι και να μη είναι, να είναι ή να μη είναι τούτο ή εκείνο, ή
αρχή μεταβλητική άλλου εν άλλω υπάρχουσα.
Δυνατόν λέγεται εκείνο, του οποίου το εναντίον δεν είναι αναγκαίως ψεύδος· π. χ. ότι κάθηται άνθρωπος είναι δυνατόν. Δυνατόν είναι και το αληθές, ή ό,τι δύναται να είναι αληθές.
Είδος-ενέργεια-εντελέχεια. Είδος είναι το σύνολον των διορισμών πράγματός τινος, η νοητή
ουσία αυτού. Η έννοια, ήτις ορίζει εν πράγμα, είναι η έννοια του είδους του. Το είδος, το καθόλου, ο εν γένει ίππος λ. χ. τότε γίνεται ουσία πραγματική, αισθητή, ούτος ο ίππος, όταν ενωθή με άλλο στοιχείον,
την ύλην. Παν πράγμα λοιπόν σύγκειται από ύλην και είδος· η ύλη είναι το υποκείμενον, το υλικόν, το δε είδος διορίζει την ύλην και δίδει εις αυτήν ωρισμένην ύπαρξιν. Ο οίκος λ. χ. καθ' ύλην είναι λίθοι και πλίνθοι και ξύλα, κατ' είδος δε είναι αγγείον ικανόν να σκεπάζη σώματα και πράγματα. Το είδος είναι το κοινόν εις πάντα τα άτομα, εις πάσας τας οικίας, η δε ύλη ατομικεύει τούτο το γενικόν και ούτως αποτελείται το άτομον λ. χ. η οικία του Πέτρου. Δεν υπάρχει λοιπόν τελεία διαφορά και αντίθεσις μεταξύ ύλης και είδους· διότι πάντοτε η ύλη δύναται να γείνη ό,τι είναι το είδος. Η ύλη είναι εν δυνάμει ό,τι είναι το είδος
εν έργω ή ενεργεία. Ο χαλκός π.χ. είναι δυνάμει ό,τι εν ενεργεία είναι ο ανδριάς· ο χαλκός δύναται να γείνη ανδριάς, λοιπόν είναι δυνάμει ανδριάς· ο σπόρος είναι δυνάμει φυτόν· ο παις είναι δυνάμει ανήρ κλπ. Και πάλιν έλασμα σιδήρου προς μεν τον ακατέργαστον σίδηρον είναι είδος, αλλά προς το ξίφος είναι ύλη. Η ύλη λοιπόν είναι η πρώτη ατελής κατάστασις του πράγματος, το σπέρμα ή το θεμέλιον αυτού, είδος δε είναι η πλήρης ενεργοποίησις των δυνάμεων του, η πραγμάτωσις του σκοπού και του τέλους του. —Η βαθμιαία μετάβασις από της ατελούς εις την τελείαν κατάστασιν γίνεται δια κινήσεως, ήτις είναι επομένως μία
ατελής ενέργεια, λ.χ. η οικοδομία, και σκοπόν ή τέλος έχει να πραγματοποίηση το είδος, την οικίαν. Το πραγματωθέν και εν ενεργεία είδος είναι πραγματικότης, αύτη η οικία, ούτος ο ίππος, ήτις εν εαυτή έχει το τέλος της, είναι
εντελέχεια.Έξις (
έχειν) λέγεται 1) ενέργεια μεταξύ του έχοντος και του εχομένου· λ. χ. μεταξύ του έχοντος την εσθήτα και της εχομένης εσθήτος είναι η έξις, ως σχέσις αυτών. 2) Διάθεσις, καθ' ην διακείμενα καλώς ή κακώς· λ. χ. η υγίεια είναι έξις. Και η αρετή των μερών λέγεται έξις.
Εναντία. Βλέπε
αντικείμενα.
Έτερα. Η ετερότης είναι το εναντίον της ταυτότητος. Έτερα λέγονται τα πράγματα, τα οποία έχουσι διάφορα τα
είδη ή την ύλην, ή τον ορισμόν της ουσίας.
Ουσίαι λέγονται 1) τα άπλα σώματα, γη, αήρ κλπ. και εν γένει πάντα τα σώματα καθ', όσον δεν είναι κατηγορούμενα αυτά, αλλ' έχουσι κατηγορούμενα· λ.χ.
ούτος ο ίππος είναι ουσία, αλλ' ο
ίππος δεν είναι πρώτη ουσία, διότι είναι το κοινόν κατηγορούμενον των ατόμων ίππων· 2) η ενυπάρχουσα
αρχή και αιτία της υπάρξεως όντος, όπερ δεν είναι κατηγορούμενον· λ.χ. η ψυχή είναι η ουσία του ζώου· 3) ουσία είναι και όσα μέρη υπάρχουσιν εις τοιούτον σώμα και προσδιορίζουσιν αυτό, εάν δε αφαιρεθώσι, καταστρέφεται το όλον· λ.χ.
η επιφάνεια σώματος· 4) το
τί ην είναι, ήτοι το
είδος και η νοητή ουσία, της οποίας η δια λόγου δήλωσις είναι ο ορισμός. Ούτως
Ουσία (= Υπόστασις) λέγεται ή το τελευταίον υποκείμενον, το οποίον δεν είναι κατηγορούμενον άλλου, ή η διωρισμένη και ανεξάρτητος μορφή ή το
είδος εκάστου όντος.
Πάθος λέγεται 1) ποιότης, ήτις δύναται να μεταβάλληται· λ.χ. λευκόν και μέλαν, γλυκύ και πικρόν· 2) αι ήδη υπάρχουσαι μεταβολαί· 3) βλαβεραί και λυπηραί μεταβολαί και κινήσεις· 4) μεγάλοι συμφοραί και λύπαι.
Πέρας λέγεται το άκρον του πράγματος, έξω του οποίου ουδέν υπάρχει, έσω δε τα πάντα· 2) το
είδος, η μορφή.
Ποιόν λέγονται 1) αι διαφοραί των ουσιών λ. χ. ο άνθρωπος είναι ποιόν τι ζώον, διότι είναι
δίπουν· ο κύκλος ποιόν τι σχήμα, διότι είναι
αγώνιον 2) τα
πάθη ή αι ιδιότητες των μεταβαλλομένων ουσιών, θερμότης και ψυχρότης κλπ.· 3) το αγαθόν και το κακόν, αι αρεταί και κακίαι είναι ποιότητες κλπ.
Ποσόν. Το διαιρετόν εις μέρη, έκαστον των οποίων είναι προσδιορισμένη ενότης (μονάς).
Πλήθος. Το διαιρετόν εις μη συνεχή μέρη.
Μέγεθος. Το διαιρούμενον εις συνεχή μέρη.
Πρότερα και
Ύστερα λέγονται 1ον) κατά τόπον· πρότερον είναι το εγγύτερον, ύστερον το απώτερον· 2ον) κατά χρόνον· πρότερον το απώτερον του νυν χρόνου, ύστερον το πλησιέστερον του νυν· 3ον) κατά κίνησιν ή μεταβολήν· το εγγύτερον του πρώτου κινήσαντος είναι πρότερον· 4ον) κατά δύναμιν, το δυνατώτερον είναι πρότερον· 5ον) κατά τάξιν· 6ον) κατά γνώσιν· λ. χ. εις ένα ορισμόν η γνώσις των μερών είναι προτέρα της του όλου, μολονότι πραγματικώς το όλον είναι πρότερον των μερών· 7ον) κατά την φύσιν· πρότερον είναι το πράγμα, όπερ δύναται να υπάρχη άνευ άλλων, ταύτα δε ουχί άνευ εκείνων· λ. χ. η
ουσία είναι προτέρα των
συμβεβηκότων· 8ον) κατά την δύναμιν και την
ενέργειαν, δυνάμει ή κατά δύναμιν η ύλη είναι προτέρα του
είδους, κατ' ένέργειαν όμως το εναντίον. Δυνάμει το μέρος είναι πρότερον του όλου, κατ' ένέργειαν δε το όλον προηγείται και είτα μερίζεται.
Στοιχείον είναι η πρώτη ύλη του πράγματος, ήτις δεν δύναται να διαιρεθή εις μέρη ετεροειδή, διότι τα μέρη των στοιχείων είναι ομοειδή· λ. χ. του ύδατος τα μέρη είναι ύδωρ, τα της συλλαβής όμως μέρη δεν είναι συλλαβή. Είναι λοιπόν τα στοιχεία τα καθολικώτατα όντα, διότι είναι τα απλουστέρα και ευρίσκονται εις πολλά σώματα ή και εις όλα. Διά τούτο και τα
γένη λέγομεν στοιχεία μάλλον παρά τας διαφοράς, διότι είναι απλούστερα.
Συμβεβηκός είναι 1ον) ό,τι υπάρχει είς τι
πραγματικώς, αλλ' ούτε εξ ανάγκης, ούτε συχνά· λ. χ. σκάπτων τις εύρε θησαυρόν. Τούτο είναι συμβεβηκός. Το συμβεβηκός υπάρχει, όμως δεν έχει
αίτιον ωρισμένον, αλλά το τυχόν αίτιον· δεν είναι αφ' εαυτού, αλλά καθ' όσον το άλλο τούτο υπάρχει· λ. χ. ο χειμών εγένετο αίτιος ν' αναβάλω το ταξείδιον, ή να πλεύσω εις Αίγιναν· 2ον) συμβεβηκότα λέγονται και αι ουσιώδεις ιδιότητές τινος, αίτινες δεν εμπεριέχονται εν τη ουσία και εν τω ορισμώ αυτών· λ. χ. ότι το τρίγωνον έχει δυο ορθάς γωνίας. Τα συμβεβηκότα ταύτα δύνανται να είναι αιώνια, ουχί δε τα πρώτα (άτινα είναι τυχαία).
Τέλος Βλέπε
Αίτιον και Τέλειον.
Τέλειον. 1ον) το έχον πάντα τα μέρη του· 2ον) ό,τι έφθασεν εις το άκρον και εν γένει ό,τι δεν ημπορεί να υπερβληθή υπό άλλου εις το είδος του· λ. χ. τέλειος ιατρός, αυλητής, λέγονται, όταν δεν έχωσι καμμίαν έλλειψιν της προσηκούσης εις αυτούς αρετής. Μεταφορικώς λέγεται και συκοφάντης τέλειος, κλπ.· 3ον) ό,τι έχει αγαθόν τέλος (σπουδαίον), διότι η τελειότης έγκειται εις το τέλος, τον σκοπόν.
Το τί ην είναι. Όρος Αριστοτελικός δηλών το
είδος, την έννοιάν τινος. Το τί ην είναι ανθρώπω δηλοί την νοητήν
ουσίαν του ανθρώπου. Είναι λοιπόν η υπό της διανοίας συλληφθείσα ως αληθής και μόνιμος ουσία του πράγματος, ήτις δια λόγου δηλουμένη είναι ο ορισμός αυτού. Το τί ην είναι = τί ην ή τί εστί το είναι τω ανθρώπω = τί εστίν η ουσία του ανθρώπου.
Φύσις είναι 1ον) η γένεσις παντός, όπερ φύεται· 2ον) η ενυπάρχουσα
ύλη, εξ ης προέρχεται παν ό,τι γεννάται· 3ον) η πρώτη αρχή της κινήσεως φυσικού πράγματος, ήτις είναι εν αυτώ και ανήκει εις την
ουσίαν του· 4ον) η ουσία των φυσικών όντων. η μορφή και το σχήμα αυτών π. χ. ο χαλκός λέγεται φύσις του ανδριάντος, και τα
στοιχεία, το πυρ, η γη, ο αήρ, το ύδωρ, λέγονται φύσις των φυσικών όντων· 5ον) το
είδος και η
ουσία, καθ' όσον το είδος είναι το τέλος, ο σκοπός πάσης γενέσεως. Και μεταφορικώς πάσα ουσία λέγεται φύσις. Κυρίως λοιπόν
φύσις είναι το είδος, η ουσία των όντων, τα οποία έχουσιν εν εαυτοίς την
αρχήν της κινήσεως των (των φυτών και των ζώων). Η ύλη καλείται φύσις μόνον, διότι είναι δεκτική τοιαύτης
αρχής, του είδους, αι δε γενέσεις λέγονται ύλη, διότι από ταύτης της αρχής προέρχονται. Η εσωτερική αύτη αρχή των φυσικών όντων ενυπάρχει εις αυτά ή δυνάμει ή ενεργεία. Εν τοις έργοις όμως της τέχνης η αρχή αύτη είναι εκτός αυτών και πρώτον εν τη διανοία του τεχνίτου.
Ύλη. (Βλέπε
είδος). Είναι εν των συστατικών της
Ουσίας. Το έτερον συστατικόν είναι το είδος ή η μορφή, ήτις μετά της ύλης αποτελεί το πραγματικόν Ον. Δεν πρέπει όμως να νοώμεν την αισθητήν μόνον ύλην, ην έχουσι τα αισθητά. Διότι και επί των νοητών διακρίνομεν ύλην και είδος· λ χ. αι έννοιαι και αι προτάσεις είναι η ύλη του συλλογισμού. Η μήνις του Αχιλλέως και τα ολέθρια αποτελέσματα αυτής εν τω στρατώ των Ελλήνων είναι η ύλη της Ιλιάδος. Το αθάνατον όμως έργον του Ομήρου δεν αποτελούσι τα υλικά ταύτα, αλλ' η μορφή, ην έδωκεν εις αυτά η μεγαλοφυΐα του ποιητού.