Η σιωπή τού Διαβόλου επικρατούσε σε εκείνο το φαράγγι που απλωνότανε μπροστά μας. Άγρια ομορφιά με απότομες ράχες και γυμνά βράχια, σμιλεμένα από το καλέμι τού χρόνου, την τραχιά δύναμη τής βροχής και τις σιδερένιες ακτίνες τού ήλιου. Η ερημιά τού τοπίου χανότανε μέσα σε βοτσαλωτά δρομάκια που οδηγούσαν σε προεξοχές και αιχμές που μόνο τ’ αγρίμια μπορούσαν να λαγιάσουν. Η σιωπή έφτανε μέχρι το κόκαλό μας σχεδόν με χειρουργική ακρίβεια. Ένα σμήνος αετών παρασύρονταν από τα ρεύματα τού αέρα πάνω από αυτήν την πέτρινη πνοή των θεών. Μάλλον οι θεοί μάς αγάπησαν όσο έπρεπε να μας αγαπήσουν και μερικές φορές μάς έδειχναν την ευσπλαχνία τους.
« Τι έπαθες Δείμο; Κατάθλιψη; Σαν σκοτεινιασμένη έρημος φαίνεσαι, που κάτω από το δέρμα της πάλλεται η ζωή με τριξίματα και βηξίματα, ζωτικούς χυμούς, ακμή και υγεία ». Ο Δείμος δεν απάντησε αμέσως. Χώνευε την κατάσταση σωπαίνοντας, σαν ασάλευτος βράχος που δέχεται απανωτά άγρια κύματα στις Νότιες Θάλασσες και φωτίζεται από το περιοδικό φως ενός ξεφλουδισμένου φάρου. Θροΐσματα γέμιζαν τη σιωπή από τον παγωμένο αέρα που προσπαθούσε να ξεθυμάνει ταρακουνώντας τα αγριόχορτα.
« Φοβάμαι Ξάνθο, όλον αυτόν τον κόσμο και τις ταλαιπωρημένες φάτσες σαν άπλυτες λινάτσες που τις κτυπάει ο βοριάς, φοβάμαι την απομονωμένη σιωπή της Γραμμής, το προσποιητικό γέλιο τους το οποίο υπονοεί την συμμαχία για όσα όλα μας εξυπηρετούν, το μελαγχολικό με αβάσταχτη μοναξιά βλέμμα τους μέσα σε αναμμένο φούρνο. Φοβάμαι πως υπάρχω μόνο για να με μετρούν και να με μυρίζουν σαν καυλωμένα ζώα με διεσταλμένα ρουθούνια, έτοιμα ανά πάσα στιγμή να με γαμήσουν. Μπορούν ανά πάσα στιγμή να μπουν στα προσωπικά δεδομένα μου και να γνωρίσουν τις επιθυμίες μου, τα συναισθήματά μου, τις σκέψεις μου, τα όνειρά μου, τις μακρινές αγάπες μου; Μπορούν; Πες μου μπορούν; ».
Ένα δάκρυ κύλησε στο ζαρωμένο του μάγουλο. Πρώτη φορά τον έβλεπα να δακρύζει. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά. Δεν ξέρω μα τους δώδεκα πλανήτες αν οι μελλοντικές ψυχές της Γραμμής οδεύοντας προς την αυτοκαταστροφή τους ικανοποιηθούν ποτέ ή θα προσπαθήσουν να αποδράσουν επιδιώκοντας την ευτυχία.
Ακόμα και αν εξαφανιστεί η Αποικία Δείμο, έντομα, ζώα τού δάσους, αρπαχτικά μέσα στους αγρούς, μέσα στις έρημες εκτάσεις θα γονιμοποιούνται με τον ίδιο ζωώδη τρόπο που η φύση ευφυώς σχεδίασε και εξέλιξε, σκεπτόμουν χωρίς να ’χω το θάρρος να εκμυστηρευτώ στο Δείμο τη σκέψη μου.
Μεσημέριασε σχεδόν, τα στομάχια μας γουργουρίζανε.
Δεν ξέρω ρε συ Δείμο, ίσως μέσα στην ατυχία μας, γεννηθήκαμε και σε λάθος γειτονιά. Πουθενά δεν μπορούμε να κρυφτούμε· όπου και να πάμε θα μας ανακαλύψουν και θα μας λιώσουν, θα μας στριμώξουν σε ένα μεταλλικό δοχείο και θα μας πουλήσουν. Αλήθεια μέσα σε αυτές τις πολιτείες της Αποικίας, που πρέπει να είσαι εκπαιδευμένος σαν μονομάχος για να επιβιώσεις μέσα στην αρένα, μπορούμε ν’ αντισταθούμε, να σηκώσουμε τα τείχη τής προσωπικής μας εξέγερσης; Η Κασσάνδρα προβλέπει για μας μόνο επικείμενες συμφορές· είμαι βέβαιος γι’ αυτό. Πέφτουμε σαν τείχη και μας ξανασηκώνουν. Αλήθεια, για τον θάνατο τίποτα δεν γνωρίζω μα για τις άγνωστες φωτεινές μέρες της ζωής μας που απομένουν γνωρίζω λιγότερα.
« Τι έπαθες Δείμο; Απορρυθμίστηκε το DNA σου; Επιδιόρθωσέ το σαν τα πανίσχυρα βακτήρια που μπορούν να επιζήσουν ακόμη και αν δεχτούν ακτινοβολία, η οποία θα έψηνε οποιαδήποτε άλλη μορφή ζωής. Θα προχωρήσουμε θεραπεύοντας μονάχοι τον εαυτό μας ακόμα και αν έχουν σκοπό να μας ψήσουνε. Μαθαίνουμε να περπατάμε, να ισορροπούμε στις καταστάσεις όσο μεγαλώνουμε. Αν πάρουμε και καμιά τούμπα δεν χάλασε δα και ο κόσμος! ».
« Μια μηχανή είσαι Ξάνθο καταλαβαίνεις; Μια μηχανή συλλογής τροφίμων για την Αποικία, με επιθυμίες που έμειναν χρόνια σαν τ’ άπλυτα πιάτα στοιβαγμένα στον νεροχύτη, μια μηχανή με ημερομηνία λήξεως! Για γύρισε Ξάνθο να δω πότε λήγεις: Πού είναι η σφραγίδα;».
« Δεν αφήνεις τα υπονοούμενα Δείμο με τεχνολογικές και οικολογικές αναφορές και να μου πεις ρεαλιστικά πώς θα ξεφύγουμε ;».
« Άκου Ξάνθο, το κόλπο για να ζεις ξύπνιος, να παραμένεις όρθιος μέσα στη Γραμμή είναι να μην φτάνεις ποτέ στην ολοκλήρωση, να κοινοποιείς στους ανθρώπους δίπλα σου, με τον ελάχιστο πόνο, την αδυναμία σου να ολοκληρώσεις. Να ζεις με τον ελάχιστο δυνατό τρόπο, χωρίς δεσμεύσεις και δισταγμούς να εξοικειωθείς στην αυτάρκεια τής σιωπής. Τότε θα έχεις κάνει ένα άλμα μέσα στη Γραμμή. Διαφορετικά θα σε ρουφήξουν, όπως η μαύρη τρύπα ρουφάει το φως και ποτέ δεν το ξερνάει προς τα έξω. Το δεσμεύει για πάντα. Κατάλαβες Ξάνθο; Πρέπει να ζήσουμε· είναι η μόνη μας άμυνα απέναντι στην απελπισία μας. Δεν μπορούν να μας ξεριζώσουν από τη ζωή. Πρέπει να αντέξουμε την συνομωσία τής σιωπής ».
« Και τι νομίζεις Δείμο, ότι τα λόγια σου έχουν βάρος και σημασία και θα έπρεπε να συμβιβαστώ, να υποκύψω στις σοφιστείες σου; Θα είσαι τυχερός, αν ο λόγος σου έχει κάποια επιρροή σε οποιονδήποτε στο μέλλον. Όμως ο λόγος ο δικός σου δεν έχει μέλλον, μόνο παρόν. Δυστυχώς οι ιδέες από μόνες τους δεν μπορούν να υπερβούν την πραγματικότητα Δείμο! ».
Με πλησιάζει με μια απότομη κίνηση και σε μια έκρηξη θυμού μού ξεφουρνίζει με την αγριοφωνάρα του…… « Η ζωή μας, η ύπαρξή μας έγινε θρύψαλα, ένα σκατό. Ένα χαοτικό σκατό που θέλουμε να το στείλουμε στο βόθρο, όσο γίνεται γρηγορότερα για να μην βρωμίσει ο τόπος. Να πεθάνουμε ‘‘ νίπτοντας τας χείρα μας ’’ για να καθαρίσουνε από τις συνειδησιακές ακαθαρσίες οι οποίες μας βασανίζουν ».
Συνειδητοποιούσα ότι αυτά που έλεγα και πίστευα εγώ δεν ήταν αντίθετα από αυτά που έλεγε και πίστευε ο Δείμος. Ήταν όμως η στριμωγμένη κατάσταση που ζούσαμε που έσπρωχνε τον ένα να τα φορτώνει στον άλλο. Δεν ξέραμε πως να εκτονώσουμε την έξαψη και την έντασή μας και για αυτό είχαμε ξεκινήσει μια αντιπαράθεση. Μια αντιπαράθεση που κατέληγε σε εχθρική σιωπή. Σιωπή σαν το σιωπητήριο των στρατοπέδων που από μακριά σάλπιζε και ηχούσε μια τρομπέτα το τραγούδι τής ψυχρής σιωπής. Σαν ακυβέρνητες βάρκες πλέαμε σε μεγάλα κύματα χωρίς να λογαριάζουμε τους καρχαρίες που περιπολούσαν στα βαθιά και σκοτεινά νερά. Αφεθήκαμε για κάμποση ώρα στο αεράκι του ωκεανού να μας χαϊδεύει το πρόσωπο και τα μαλλιά και στα γαλάζια κύματα τού χρόνου τα οποία δεν γνωρίζαμε, δεν είχαμε καμιά είδηση πού στο διάολο θα μας βγάζανε.
« Ποιός είμαι Ξάνθο; Ποιος νόμος με υποχρεώνει να ακολουθώ τις δοξασίες και τους νόμους της Αποικίας; Το αύριο έρχεται πάνω σε 2.000 άλογα μηχανή, και εμείς πού είμαστε Ξάνθο, μπορείς να μου πεις; Γιατί εμείς θα λείπουμε όταν το μέλλον θα είναι εδώ. Για ποιόν κτυπάνε οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές της Αποικίας, για ποιόν γίνονται οι μάχες Ξάνθο, για ποιόν γυρίζει η γη, ξέρεις; Φοβάμαι πως δεν γνωρίζεις! Θα σου πω λοιπόν για να μάθεις και να το βάλεις καλά μέσα στο μυαλό σου το οποίο είναι φτιαγμένο από μεταλλαγμένα δημητριακά ολικής αλέσεως. Για τους ισχυρούς της Αποικίας, τους παρατρεχάμενους και τους κόλακες γυρίζει! Για κάποιους δεν γυρίζει καθόλου και για μερικούς απλά ακολουθεί καθημερινή πορεία χωρίς ουσία, με τις αναγκαίες συμβάσεις προσαρμοστικότητας, με γενναίες υποχωρήσεις. Μη νομίζεις ότι γυρίζει για σένα! Χέστηκε ».
Του βγήκε η ψυχή μέχρι να τα πει. Δεν βρήκα το κουράγιο ν’ απαντήσω· ξάπλωσα στη ρίζα ενός γρανιτένιου βράχου και δεχόμουνα το φως τού απογεύματος σαν κάτι ευλαβικό και ανεξήγητο που ακόμα και αν ήταν μεταλλαγμένο πάλι θα μύριζε μοσχοστάφυλο, λεβάντα και καλοσύνη. Ξάπλωσε και ο Δείμος στη σκιά τού βράχου· κοιτούσε το παρόν σαν να σημείωνε τους όρους με τους οποίους θα έδινε τη μάχη μαζί του.
Καμιά φορά διάολε, αναλαμβάνουμε ευθύνες περισσότερες από όσες μπορούμε να αντέξουμε και τα κάνουμε θάλασσα. Ερωτευόμαστε με ανοιγμένα φτερά έτοιμοι να πετάξουμε από το προσωπικό μας, φωταγωγημένο κοσμοδρόμιο, και στη δύσκολη περίπτωση τής προσγείωσης επιστρέφουμε με πληγωμένα φτερά και σκάμε ανώμαλα. Πόσο θα ήθελα να πετάξω πάνω από τα πράγματα, να αφήσω να με παρασύρει η μαγεία και η δύναμη τής φύσης. Να υπερβείς τον εαυτό σου να κάνεις ένα γερό άλμα στο παρόν, αφήνοντας πίσω σου όσα σε πλήγωσαν, όσους δεν στάθηκαν δίπλα σου στις δύσκολες στιγμές, όσα επιθυμούσες και κάποιο εμπόδιο πάντα τα ματαίωνε, όσες υποσχέσεις έμειναν θεωρίες πάνω στα χαρτιά και τις δυνατότητες που είχες και δεν τις χειρίστηκες με πιο έξυπνο τρόπο.
Να ξεφύγεις από τον ασφυκτικό κλοιό αυτών που σε τυραννούν και να πετάξεις, να πετάξεις, να γίνεις το ιερό και φτερωτό πλάσμα στον « Ίωνα » του Πλάτωνα, και χωρίς να χάσεις τις αισθήσεις σου να φτάσεις σ’ όλα τα στάδια τής ζωής, όλα τα βιώματα που προξενούν χαρά και να ζήσεις εμπειρίες που απαιτούν θαρραλέα προσπάθεια χωρίς να χάνεις την αυτοπεποίθησή σου. Να καταφέρεις να πετάξεις πάνω από τις κοιλάδες, τις πεδιάδες τής ελευθερίας σου και να έχεις την τόλμη να γυρίζεις πίσω με ήρεμο ύφος, βαθιά συμφιλιωτικό, να μπορείς να κοιτάζεις τις περασμένες, τις ολοκληρωμένες τροχιές των ημερών τις οποίες άφησες πίσω. Και με γενναιότητα που αρμόζει σε ένα τέτοιο άντρα, να σηκωθείς ψηλά να δεις τα φώτα, να πας πιο κοντά να αφουγκραστείς το θόρυβο, το μέλλον που έρχεται από τις μπροστινές, τις μελλοντικές τροχιές τής ζωής σου, οι οποίες σφύζουν από ζωντάνια, υγεία και αισιοδοξία. Πέταξε! Όρμα! Χωρίς παραμορφωτική μυωπία και ηθικές δεσμεύσεις ».
Θα ’πρεπε να ήταν προχωρημένο απόγευμα όταν άνοιξα τα μάτια μου, σαν τρομοκρατημένο ζωντανό μετά από μια εξαντλητική μέρα. Ο Δείμος ροχάλιζε ελαφρά γερμένος στο πλάι με μισάνοιχτο στόμα, έχασκε ανυποψίαστος για οτιδήποτε εκείνη τη στιγμή συνέβαινε στον κόσμο. Μόλις ξύπνησα και δεν είχα την παραμικρή διάθεση να εκπροσωπήσω κανένα, ούτε να απολογηθώ για τις πράξεις μου. Μια εσωτερική δύναμη με ωθούσε, μου άνοιγε δρόμο παραμερίζοντας τα κοφτερά και αιχμηρά κλαδιά που βρισκόντουσαν σαν εμπόδια μπροστά μου, δίνοντάς μου κουράγιο να συνεχίσω. Δεν μπορούμε να το βάζουμε κάτω με την πρώτη δυσκολία. Όμως αυτό που με ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή, ήταν να αξιολογήσω την υπάρχουσα κατάσταση, τι περιθώρια υπήρχαν να πετύχει η απόδρασή μας και να επιβιώσουμε μακριά από την Αποικία. Αδύνατον να βρω μια άκρη, όμως έπρεπε οπωσδήποτε να βρω κάπου νερό. Δίψαγα αφόρητα και ήθελα να πλυθώ.
Σε κάθε επόμενο τόνο τού χρόνου ένοιωθα αμέτρητες αθώες ψυχές να με παρακολουθούν, βγάζοντας δήθεν έξω το κεφάλι τους να ικανοποιήσουν την περιέργεια και την παρατηρητικότητά τους, τεντώνοντας πότε τις κεραίες, πότε βουίζοντας και πότε λαμπυρίζοντας τα μάτια τους μέσα στα θολά απομεινάρια τής μέρας. Ήμασταν γι’ αυτά τα πλάσματα, γι’ αυτά τα παράξενα θηλαστικά που ίσως κρατούσαν μικρά στην αγκαλιά τους, οι πιο παράξενοι επισκέπτες και ας έτρεχαν ανέμελα και ανυποψίαστα. Ξεπηδούσαν από το πουθενά, χοροπηδούσαν ολόγυρα με αδέξιες κινήσεις και χάνονταν μέσα σε μια ομίχλη από ξεθωριασμένα φώτα. Κι όλα αυτά μέχρι να φτάσουν οι πρώτες φθινοπωρινές ψύχρες και να εξαφανιστούν. Αραιά και που την απογευματινή μυσταγωγία τάραζε το χλιμίντρισμα και το κουδούνισμα από κάποιο αμολητό ζωντανό το οποίο δεν ακολουθούσε την προοπτική τής αγέλης.
Ο Δείμος κοιμόταν ακόμα· τον σκούντησα μια δυο φορές να ξυπνήσει γιατί σε λίγο θα νύχτωνε και θα έπρεπε να βρούμε ένα πιο ασφαλές μέρος για να στρατοπεδεύσουμε ξανά. Τούτα τα άγρια βράχια δεν μας έδιναν αρκετή κάλυψη. Η νύχτα ερχότανε στιβαρή και απ’ την άλλη έπρεπε ν’ αναζητήσουμε τροφή· το σακίδιό μας είχε αδειάσει εντελώς.
Κοίταζα το μεγάλο φαράγγι να απλώνεται μπροστά μου σαν ένα τεράστιο φίδι που ανά πάσα στιγμή μπορούσε να με καταπιεί. Στο βάθος τού ορίζοντα ένα σμήνος πουλιών περνώντας μέσα από τα χρώματα τής δύσης πυροδοτούσε μια άλλη Γραμμή, πιο ελεύθερη, πιο συντροφική, η οποία ερχόταν να μου υπενθυμίσει την ομορφιά τής απέραντης γαλήνης, η οποία σε καταπραΰνει και σε καλμάρει, όταν ξαφνικά κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να προσποιηθώ και να απωθήσω την απόγνωσή μου. Συνειδητοποίησα ότι σε όλα αυτά τα χρόνια τής μάταιης αναζήτησης στη Γραμμή, είχα ξεχάσει το πιο σημαντικό πράγμα, τις στιγμές ευτυχίας, τις ελάχιστες στιγμές ευτυχίας και αγάπης τις οποίες μπορείς να ανακαλύψεις μέσα σ’ ένα φυσικό τοπίο, να σου αποκαλυφθούν χωρίς
ψευδαισθήσεις και αυταπάτες, να αναγνωρίσεις τα όρια σου και όλες εκείνες τις δυνάμεις που συντηρούν την φαντασία σου. Ένα κύμα συγκίνησης με σκέπασε ολόκληρο, γι’ αυτά που έζησα και γι’ αυτά που δεν έζησα. Οι πιο συνειδητοποιημένοι είναι και οι πιο μελαγχολικοί σε αυτόν τον κόσμο.
« Τι φαγητό έχουμε για βραδινό Ξάνθο; », αντήχησε η βάρβαρη φωνή τού Δείμου από το βάθος τού καταφυγίου. Ακόμα μισοξυπνητός τέντωνε τα πάνω άκρα του να ξεμουδιάσουν, και χασμουρήθηκε σαν εξημερωμένος και πεινασμένος δεινόσαυρος.
« Μια πλήρη σε λιπαρά και υδατάνθρακες πηχτή σούπα για δύο άτομα για πρώτο, ψωμί που έχει μόλις ψηθεί σε φούρνο ο οποίος καίει φυσικό ξύλο, φιλέτο μοσχάρι με φρέσκα λαχανικά για δεύτερο, σορμπέ ανανά, μάνγκο και μπανάνα με κρύο σιρόπι σερβιρισμένο σε σερβίτσια διαλεγμένα από τις υπαίθριες παριζιάνικες αγορές και για τέλος μία πλάκα μαύρη σοκολάτα με ξηρούς καρπούς και δυο παγωμένες μπύρες Άμστελ, ‘‘γιατί έτσι μού αρέσει’’ του απάντησα.
« Δεν αφήνεις τις βλακείες Ξάνθο και πάμε να ξετρυπώσουμε κανένα ξεχασμένο λαγό, ή κάποιο ζώο που θα μας κάνει τέλος πάντων την τιμή να γίνει το γεύμα μας· μια θυσία αντάξια τής ιστορία του και μια λεία αντάξια για μας. Για φαντάσου! Φρέσκο ψωμί, ψητός λαγός και πατάτες: Πω, πω φαγητό! Έλα Ξάνθο, πάμε· βγες από τις ονειροπολήσεις σου και προσγειώσου με κολλημένα φτερά. Πού βρήκες νερό και πλύθηκες ; ».
Ότι κρατούσα μέσα μου το πέταξα ζητώντας μόνο τα απαραίτητα· την σκέτη επιβίωση: Ζούσα για το παρόν, τούτο τα ακαριαίο παρόν το οποίο έχει τόση μεγάλη σημασία για τη ζωή. Μήπως η ζωή είναι ένα ακαριαίο παρόν που επαναλαμβάνεται αδιάκοπα; Μήπως η ίδια η ανθρώπινη ζωή είναι ένα συνεχόμενο παρόν από στιγμές ευτυχίας και απόγνωσης; Η πιο θριαμβευτική υστεροφημία συνθλίβεται από το πέρασμα τού διαρκέστερου παρόντος; Ή μήπως είναι οι σκέψεις που κάνουμε για το μέλλον, ενώ ο χρόνος κυλά χωρίς εξηγήσεις για αυτό που ήδη συμβαίνει;
« Μην έχεις στραμμένο το βλέμμα σου στα μελανά σημεία των άλλων, αλλά να τρέχεις ίσια επάνω στη γραμμή σου χωρίς να κοιτάζεις από ’δω κι από κει».Μάλλον η ζωή είναι στην πλώρη όσο εμείς συζητάμε με την παρέα μας στην πρύμνη τού καραβιού.
Ο Δείμος είναι καταπληκτικός κυνηγός! Πότε τρύπωσε μέσα στο μισοσκόταδο και χάθηκε πίσω από τα βράχια και τους θάμνους δεν πήρα είδηση. Μέσα σε λίγα λεπτά επέστρεψε ενθουσιασμένος με ένα χαμόγελο σαν των Εσκιμώων που επιστρέφοντας πίσω στο χωριό τους, μετά από ένα πολυήμερο ταξίδι, σέρνουν με την θέρμη τού κυνηγού πάνω στα έλκηθρά τους σκοτωμένες φώκιες, πιστεύοντας ότι τους τις πρόσφερε σαν δώρο η Κυρά των Ζώων. Κρατούσε όρθιο ένα λαγό από τα πίσω πόδια με ανοικτή ακόμα τη μουσούδα του. Ο λαγός έσπρωχνε και τίναζε τα πόδια του για να ελευθερωθεί, ενώ ξεψυχούσε.
Ανάψαμε φωτιά για να μαγειρέψουμε τη λεία αφού πρώτα ανακαλύψαμε ένα υπέροχο κρησφύγετο ψηλά σ’ ένα βράχο, με δύο γρανιτένια κρεβάτια, τα οποία τα είχαν λειάνει για μας οι δυνατοί άνεμοι στο πέρασμά τους, συνεχόμενες ισχυρές βροχές και κύματα φωτός που έπεφταν κοπαδιαστά πάνω τους.
Η θέα ήταν συγκλονιστική· Όταν έριξα μια ματιά τριγύρω, με πλημμύρισες γαλήνη. Η πυρακτωμένη σφαίρα τού ήλιου χανότανε μέσα στην αυτοκρατορία τής σιωπής που άφηνε πίσω της προσπάθειες συμφιλίωσης, συμπαράστασης και μαγείας. Από τη μια η παντελής έλλειψη θορύβου με αλάφιαζε, αισθανόμουν ένα ρίγος κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς μου σαν ρεύμα υψηλής τάσης και από την άλλη, το φως τού ηλιοβασιλέματος αχνοφώτιζε το δέρμα μου, τα ρούχα και την ψυχή μου.
Αποκομμένος στον διαλογισμό μου δεν είχα πια συναίσθηση του χρόνου. Όταν άνοιξα τα μάτια μου και σήκωσα το βλέμμα αντίκρισα ένα καινούργιο θαύμα. Γαλαξίες να χύνουν το φως τους παντού και αστερισμούς να σχηματίζουν έναν προστατευτικό θόλο επάνω μου. Όλος ο διάκοσμος του ουρανού σε κυκλική τροχιά που τη σπρώχναν αόρατα γρανάζια.
Σκέφτηκα την Αποικία, σκέφτηκα ότι σε κάθε περιστροφή παλιώνει, φθείρεται χωρίς αντιστάσεις, έρμαιο του χρόνου και της ασυναίσθητης ζωής που είχε επιβληθεί από κάποιους , κάποιους σίγουρα εχθρικούς απέναντι στη ζωή και τους ανθρώπους. Μετά από χρόνια τριβής ακόμα δεν καταλάβαινα την ψυχοσύνθεση και τις λειτουργίες τής σκέψης όσων αποφάσισαν έτσι, πολλές φορές σκεπτόμουν ότι και αυτοί οι απρόσιτοι διοικητές μας, κατευθύνονταν, εκτελούσαν εντολές αλλά δεν θα μπορούσα να απαντήσω από ποιους, από τι. Όσο για μένα αυτή τη στιγμή ήμουν απόλυτα γαλήνιος. Καταδιωγμένος στο παρόν, αγνοούμενος στο μέλλον, χωρίς τίποτα να με διαβεβαιώνει ότι θα ζήσω, ότι θα αντικρίσω κάποτε άλλες ψυχές ανοιχτές, ευφυείς, αλληλέγγυες είχα περιέλθει σε μια απραξία. Αν πέθαινα τώρα η τελευταία μου επιθυμία θα ήταν μια πράξη συμπαράστασης στο είδος μου, η δηλωτική της αγάπης μου για τον κόσμο.
Αν είχα σφάλλει στη ζωή μου ως τώρα και στην απόφαση της ανυποταξίας μου θα ζητούσα παραδειγματικά την τιμωρία μου ή θα επιζητούσα μια πράξη μετάνοιας. Όμως τα λάθη τα δικά μας διαρκούν πάντα λιγότερο χρόνο από τα λάθη των άλλων. Τα δικά μας τα ξεχνάμε μέσα στο σύννεφο τής λήθης ενώ τα άλλα μάς πιέζουν με την απίστευτη διάρκειά τους.
Ίσως να ζούμε σ’ ένα φαράγγι άγνοιας, θλιμμένης εξοικείωσης με όσα ξέρουμε στη μέση ενός άγνωστου δάσους με απότομα βράχια και αδιάβατα μονοπάτια, ελπίζοντας πως κάποια μέρα αιφνίδιες αποκαλύψεις θα μας ενεργοποιήσουν, θα ερμηνεύσουν τα φαινόμενα και θα σηματοδοτήσουν την ύπαρξή μας. Ίσως για τους περισσότερους τροφοσυλλέκτες η Γραμμή να ήταν μια πραγματικότητα σκληρή αλλά με νόημα και ουσία.
Ο Δείμος είχε γδάρει το άψυχο ζώο και το είχε ψήσει, όσο εγώ είχα χαθεί πάλι στις σκέψεις μου. Φάγαμε, « ήπιαμε» και τις μπύρες μας και αφεθήκαμε στη μαγεία τής φύσης να μας καθοδηγεί, όταν ο Δείμος, μετά από ένα ενοχλητικό ρέψιμο και τίναγμα στους ώμους, σαν το σκυλί που τινάζεται από την ουρά μέχρι τ’ αφτιά, όταν βγαίνει έξω από παγωμένα νερά, γυρίζει και μου λέει: « Μόνο οι γενναίοι πολεμιστές γνωρίζουν την ομορφιά τής πτώσης Ξάνθο· οι δειλοί παρατάσσονται στα μετόπισθεν χωρίς κανένα ενδιαφέρον να ανεφοδιάσουν την Πρώτη Γραμμή με πολεμικά υλικά και τρόφιμα. Τι νομίζεις ότι θα αφήσω μπροστά στο θάνατο όταν έρθει Ξάνθο, ξέρεις; Βαλσαμωμένες επιθυμίες μέσα σε υγροποιημένο άζωτο, όνειρα που ακόμα καίγονται και βγάζουν καπνό και τα απομεινάρια μιας θλιβερής ζωής. Με ακούς Ξάνθο; Με προσέχεις; Ζήσαμε τη ζωή μας; Ζούμε; Και αν ζούμε, τι στο διάολο είναι αυτό που ζούμε; Όταν τα άλογα σταματήσουν ν’ αγωνίζονται στα ιπποδρόμια τ’ αποσύρουν, δεν τα σκοτώνουν· τους γέρικους ταύρους όμως τούς σκοτώνουν όταν δεν μπορούν να εξασφαλίσουν μια γενναία νίκη για τον ταυρομάχο. Οι στρατιώτες, οι πύργοι, οι αξιωματικοί, οι βασιλιάδες όταν τελειώσει μια παρτίδα σκάκι, ξέρεις πού πάνε Ξάνθο; Στο ίδιο σκοτεινό και ψυχρό ξύλινο κουτί. Κατάλαβες Ξάνθο;».
« Ναι αλλά η Αποικία Δείμο μπορεί να σου εξασφαλίσει έστω μια προσωρινή ασφάλεια, ένα σίγουρο μέλλον, αρκεί να βάλεις τα δυνατά σου για να το αρπάξεις », απάντησα απότομα με φωνή η οποία πάλλονταν από τρομερή σιγουριά, ενώ η φωτιά έκαιγε ακόμη και ο καπνός υψωνόταν στον ουρανό, σχηματίζοντας λευκά σύννεφα, σημάδι για κάποιον που μπορεί να μας έψαχνε , ότι υπήρχαμε, ζούσαμε και αναπνέαμε.
Τα μάτια του Δείμου έλαμπαν σαν δυο μακρινοί ήλιοι πίσω από ένα πυκνό σύννεφο σκόνης· οι τρίχες του ανορθώθηκαν και τα αφτιά του κοκκίνισαν από οργή και τεντώθηκαν. Μέσα σε έκρηξη οργής, απάντησε.
« Καλά, κέρματα έχεις μέσα στο κεφάλι σου Ξάνθο; Δεν καταλαβαίνεις; Ποιός νοιάζεται νομίζεις για σένα στην Αποικία; Σ’ ερώτησε κανείς γι’ αυτό; ». Με γουρλωμένα τα μάτια και φανερή απορία ο λόγος του άρχισε να εξελίσσεται σε ένα αγωνιώδες crescendo, το οποίο προμήνυε ένα ξέσπασμα που όντως δεν άργησε να έρθει και να μετατρέψει το ύψος τού λόγου σε sforzando.
« Σε ταπεινώνει η Γραμμή Ξάνθο!; Τι έχεις μπροστά στα μάτια σου και δεν βλέπεις γύρω σου; ». Με πιάνει από τον γιακά, με σηκώνει πάνω και με στριμώχνει σε μια γωνιά τού βράχου. Με οργισμένο ύφος κολλάει τη μούρη του πάνω στη δική μου, μ’ εκείνο το ύφος τού φυγά και σαν να βρίσκεται σε κατάσταση μέθης ή και παροξυσμού αλλά με σταθερό χωρίς πεταρίσματα βλέμμα που το καρφώνει πάνω μου, με ανάσα καυτή σαν να εκτόξευε από το στόμα του αντιαρματικούς πυραύλους μεταφέροντας το φονικό μίσος ολόκληρου τού 20ού αιώνα, με αποστομώνει. « Γιατί νομίζεις ότι η Αποικία αργοπεθαίνει; Γιατί οι άνθρωποι αργοπεθαίνουμε μαζί της και πριν το τέλος μας θα μεταλλαχθούμε σε άγρια, φονικά ζώα με αρπακτικά ένστικτα που θα γαμάνε ό,τι βρίσκεται μπροστά τους. Ακολούθησε την Γραμμή και όλες οι ανάγκες σου θα ικανοποιηθούν μ’ ένα βαρύ τίμημα! Γιατί νομίζεις ότι η Γραμμή εξυπηρετεί αυτούς που την ακολουθούν; Γιατί γνωρίζουν αυτές τις ανάγκες μας Ξάνθο, τις αδυναμίες και τα μυστικά μας».