H Ψυχή... το Εργαστήριο του Κόσμου...
Και ο Νους... ο Αλχημιστής των Πάντων... και η Αλήθεια, οδηγός!
Είθε στους δρόμους της ουσίας σου να πορευθείς και στα μυστικά απόκρυφα αρχεία της ψυχής σου... Είναι άπειρες οι κατευθύνσεις στο Άπειρο Σύμπαν… Το ταξίδι μαγικό και ατελείωτο… Έχεις πολλά να χαρτογραφήσεις…
Διονύσιος Σολωμός
Συγγραφέας Μήνυμα Επισκέπτης Επισκέπτης
Θέμα: Διονύσιος Σολωμός Τρι 8 Απρ - 8:59:00 Διονύσιος Σολωμός - Ὁ Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν1 Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή, σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη, ποῦ μὲ βία μετράει τὴ γῆ. 2 Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά, καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη, χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά! 3 Ἐκεῖ μέσα ἐκατοικοῦσες πικραμένη, ἐντροπαλή, κι ἕνα στόμα ἀκαρτεροῦσες, «ἔλα πάλι», νὰ σοῦ πῇ. 4 Ἄργειε νά ῾λθη ἐκείνη ἡ μέρα κι ἦταν ὅλα σιωπηλά, γιατὶ τά ῾σκιαζε ἡ φοβέρα καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά. 5 Δυστυχής! Παρηγορία μόνη σου ἔμεινε νὰ λὲς περασμένα μεγαλεῖα καὶ διηγώντας τα νὰ κλαῖς. 6 Καὶ ἀκαρτέρει, καὶ ἀκαρτέρει φιλελεύθερη λαλιά, ἕνα ἐκτύπαε τ᾿ ἄλλο χέρι ἀπὸ τὴν ἀπελπισιά, 7 κι ἔλεες «πότε, ἅ! πότε βγάνω τὸ κεφάλι ἀπὸ τς ἐρμιές;» Καὶ ἀποκρίνοντο ἀπὸ πάνω κλάψες, ἅλυσες, φωνές. 8 Τότε ἐσήκωνες τὸ βλέμμα μὲς στὰ κλάιματα θολό, καὶ εἰς τὸ ροῦχο σου ἔσταζ᾿ αἷμα πλῆθος αἷμα ἑλληνικό. 9 Μὲ τὰ ροῦχα αἱματωμένα ξέρω ὅτι ἔβγαινες κρυφὰ νὰ γυρεύῃς εἰς τὰ ξένα ἄλλα χέρια δυνατά. 10 Μοναχὴ τὸ δρόμο ἐπῆρες, ἐξανάλθες μοναχή, δὲν εἶν᾿ εὔκολες οἱ θύρες, ἐὰν ἡ χρεία τὲς κουρταλῆ. 11 Ἄλλος σου ἔκλαψε εἰς τὰ στήθια ἀλλ᾿ ἀνάσασιν καμιὰ ἄλλος σοῦ ἔταξε βοήθεια καὶ σὲ γέλασε φρικτά. 12 Ἄλλοι, ὀϊμέ! στὴ συμφορά σου, ὅπου ἐχαίροντο πολύ, «σύρε νά ῾βρῃς τὰ παιδιά σου, σύρε», ἐλέγαν οἱ σκληροί. 13 Φεύγει ὀπίσω τὸ ποδάρι καὶ ὁλογλήγορο πατεῖ ἢ τὴν πέτρα ἢ τὸ χορτάρι ποὺ τὴ δόξα σου ἐνθυμεῖ. 14 Ταπεινότατή σου γέρνει ἡ τρισάθλια κεφαλή, σὰν πτωχοῦ ποὺ θυροδέρνει κι εἶναι βάρος του ἡ ζωή. 15 Ναί· ἀλλὰ τώρα ἀντιπαλεύει κάθε τέκνο σου μὲ ὁρμή, ποὺ ἀκατάπαυστα γυρεύει ἢ τὴ νίκη ἢ τὴ θανή! 16 Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά, καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά! 17 Μόλις εἶδε τὴν ὁρμή σου ὁ οὐρανός, ποὺ γιὰ τ᾿ς ἐχθροὺς εἰς τὴ γῆ τὴ μητρική σου ἔτρεφ᾿ ἄνθια καὶ καρπούς, 18 ἐγαλήνευσε καὶ ἐχύθη καταχθόνια μία βοὴ καὶ τοῦ Ρήγα σου ἀπεκρίθη πολεμόκραχτη ἡ φωνή1 19 ὅλοι οἱ τόποι σου σ᾿ ἐκράξαν χαιρετώντας σε θερμά, καὶ τὰ στόματα ἐφωνάξαν, ὅσα αἰσθάνετο ἡ καρδιά. 20 Ἐφωνάξανε ὡς τ᾿ ἀστέρια τοῦ Ἰονίου καὶ τὰ νησιά, καὶ ἐσηκώσανε τὰ χέρια, γιὰ νὰ δείξουνε χαρά, 21 μ᾿ ὅλον πού ῾ναι ἁλυσωμένο τὸ καθένα τεχνικὰ καὶ εἰς τὸ μέτωπο γραμμένο ἔχει: ψεύτρα Ἐλευθεριά. 22 Γκαρδιακὰ χαροποιήθη καὶ τοῦ Βάσιγκτον ἡ γῆ καὶ τὰ σίδερα ἐνθυμήθη ποῦ τὴν ἔδεναν κι αὐτή. 23 Ἀπ᾿ τὸν πύργο του φωνάζει, σὰ νὰ λέῃ «σὲ χαιρετῶ», καὶ τὴ χήτη του τινάζει τὸ Λεοντάρι τὸ Ἰσπανό. 24 Ἐλαφιάσθη τῆς Ἀγγλίας τὸ θηρίο καὶ σέρνει εὐθὺς κατὰ τ᾿ ἄκρα τῆς Ῥουσίας τὰ μουγκρίσματα τ᾿ς ὀργῆς. 25 Εἰς τὸ κίνημά του δείχνει πὼς τὰ μέλη εἶν᾿ δυνατὰ καὶ στοῦ Αἰγαίου τὸ κῦμα ρίχνει μία σπιθόβολη ματιά. 26 Σὲ ξανοίγει ἀπὸ τὰ νέφη καὶ τὸ μάτι τοῦ Ἀετοῦ, ποὺ φτερὰ καὶ νύχια θρέφει μὲ τὰ σπλάχνα τοῦ Ἰταλοῦ· 27 καὶ σ᾿ ἐσὲ καταγειρμένος, γιατὶ πάντα σὲ μισεῖ, ἔκρωζ᾿, ἔκρωζε ὁ σκασμένος, νὰ σὲ βλάψῃ, ἂν ἠμπορῇ. 28 Ἄλλο ἐσὺ δὲν συλλογιέσαι πάρεξ ποὺ θὰ πρωτοπᾷς δὲν μιλεῖς καὶ δὲν κουνιέσαι στὲς βρισίες ὅπου ἀγρικᾷς· 29 σὰν τὸ βράχον ὅπου ἀφήνει κάθε ἀκάθαρτο νερὸ εἰς τὰ πόδια του νὰ χύνῃ εὐκολόσβηστον ἀφρό, 30 ὅπου ἀφήνει ἀνεμοζάλη καὶ χαλάζι καὶ βροχὴ νὰ τοῦ δέρνουν τὴ μεγάλη, τὴν αἰώνια κορυφή. 31 Δυστυχιά του, ὢ δυστυχιά του, ὁποιανοῦ θέλει βρεθῆ στὸ μαχαῖρι σου ἀποκάτου καὶ σ᾿ ἐκεῖνο ἀντισταθῇ. 32 Τὸ θηρίο, π᾿ ἀνανογιέται πῶς τοῦ λείπουν τὰ μικρά, περιορίζεται, πετιέται, αἷμα ἀνθρώπινο διψᾷ. 33 Τρέχει, τρέχει ὅλα τὰ δάση, τὰ λαγκάδια, τὰ βουνά, καὶ ὅπου φθάση, ὅπου περάσῃ φρίκη, θάνατος, ἐρμιά· 34 ἐρμιά, θάνατος καὶ φρίκη, ὅπου ἐπέρασες κι ἐσύ· ξίφος ἔξω ἀπὸ τὴν θήκη πλέον ἀνδρείαν σοῦ προξενεῖ. 35 Ἰδοὺ ἐμπρός σου ὁ τοῖχος στέκει τῆς ἀθλίας Τριπολιτσᾶς· τώρα τρόμου ἀστροπελέκι νὰ τῆς ρίψῃς πιθυμᾶς. 36 Μεγαλόψυχο τὸ μάτι δείχνει πάντα ὅπως νικεῖ, καὶ ἂς εἶναι ἄρματα γεμάτη καὶ πολέμιαν χλαλοή. 37 Σοὺ προβαίνουνε καὶ τρίζουν, γιὰ νὰ ἰδῆς πὼς εἶν᾿ πολλὰ δὲν ἀκοῦς ποὺ φοβερίζουν ἄνδρες μύριοι καὶ παιδιά;2 38 Λίγα μάτια, λίγα στόματα θὰ σᾶς μείνουνε ἀνοιχτά, γιὰ νὰ κλαύσετε τὰ σώματα, ποὺ θὲ ναὔρῃ ἡ συμφορά. 39 Κατεβαίνουνε, καὶ ἀνάφτει τοῦ πολέμου ἀναλαμπή· τὸ τουφέκι ἀνάβει, ἀστράφτει, λάμπει, κόφτει τὸ σπαθί. 40 Γιατί ἡ μάχη ἐστάθη ὀλίγη; λίγα τὰ αἵματα γιατί; τὸν ἐχθρὸ θωρῶ νὰ φύγῃ καὶ στὸ κάστρο ν᾿ ἀνεβῇ.3 41 Μέτρα! εἶν᾿ ἄπειροι οἱ φευγάτοι, ὁποὺ φεύγοντας δειλιοῦν· τὰ λαβώματα στὴν πλάτη δέχοντ᾿, ὥστε ν᾿ ἀνεβοῦν. 42 Ἐκεῖ μέσα ἀκαρτερεῖτε τὴν ἀφεύγατη φθορά· νά, σᾶς φθάνει· ἀποκριθῆτε στῆς νυκτὸς τὴ σκοτεινιά.4 43 Ἀποκρίνονται, καὶ ἡ μάχη ἔτσι ἀρχίζει, ὅπου μακριὰ ἀπὸ ράχη ἐκεῖ σὲ ράχη ἀντιβούιζε φοβερά. 44 Ἀκούω κούφια τὰ τουφέκια, ἀκούω σμίξιμο σπαθιῶν, ἀκούω ξύλα, ἀκούω πελέκια, ἀκούω τρίξιμο δοντιῶν. 45 Ἄ! τί νύκτα ἦταν ἐκείνη ποὺ τὴν τρέμει ὁ λογισμός; Ἄλλος ὕπνος δὲν ἐγίνη πάρεξ θάνατου πικρός. 46 Τῆς σκηνῆς ἡ ὥρα, ὁ τόπος, οἱ κραυγές, ἡ ταραχή, ὁ σκληρόψυχος ὁ τρόπος τοῦ πολέμου, καὶ οἱ καπνοί, 47 καὶ οἱ βροντές, καὶ τὸ σκοτάδι, ὅπου ἀντίσκοφτε ἡ φωτιά, ἐπαράσταιναν τὸν ᾅδη ποῦ ἀκαρτέρειε τὰ σκυλιά· 48 τ᾿ ἀκαρτέρειε. ἐφαίνοντ᾿ ἴσκιοι ἀναρίθμητοι γυμνοί, κόρες, γέροντες, νεανίσκοι, βρέφη ἀκόμη εἰς τὸ βυζί. 49 Ὅλη μαύρη μυρμηγκιάζει, μαύρη ἡ ἐντάφια συντροφιά, σὰν τὸ ροῦχο ὁποὺσκεπάζει τὰ κρεββάτια τὰ στερνά. 50 Τόσοι, τόσοι ἀνταμωμένοι ἐπετιοῦντο ἀπὸ τὴ γῆ, ὅσοι εἶν᾿ ἄδικα σφαγμένοι ἀπὸ τούρκικην ὀργή. 51 Τόσα πέφτουνε τὰ θέρι- σμένα ἀστάχια εἰς τοὺς ἀγρούς· σχεδὸν ὅλα ἐκειὰ τὰ μέρη ἐσκεπάζοντο ἀπ᾿ αὐτούς. 52 Θαμποφέγγει κανέν᾿ ἄστρο, καὶ ἀναδεύοντο μαζί, ἀναβαίνοντας τὸ κάστρο μὲ νεκρώσιμη σιωπή. 53 Ἔτσι χάμου εἰς τὴν πεδιάδα, μὲς στὸ δάσος τὸ πυκνό, ὅταν στέλνῃ μίαν ἀχνάδα μισοφέγγαρο χλωμό, 54 ἐὰν οἱ ἄνεμοι μὲς στ᾿ ἄδεια τὰ κλαδιὰ μουγκοφυσοῦν, σειοῦνται, σειοῦνται τὰ μαυράδια, ὅπου οἱ κλῶνοι ἀντικτυποῦν. 55 Μὲ τὰ μάτια τους γυρεύουν ὅπου εἶν᾿ αἵματα πηχτά, καὶ μὲς στ᾿ αἵματα χορεύουν μὲ βρυχίσματα βραχνά, 56 καὶ χορεύοντας μανίζουν εἰς τοὺς Ἕλληνας κοντά, καὶ τὰ στήθια τους ἐγγίζουν μὲ τὰ χέρια τὰ ψυχρά. 57 Ἐκειὸ τὸ ἔγγισμα πηγαίνει βαθιὰ μὲς στὰ σωθικά, ὅθεν ὅλη ἡ λύπη βγαίνει, καὶ ἄκρα αἰσθάνονται ἀσπλαχνιά. 58 Τότε αὐξαίνει τοῦ πολέμου ὁ χορὸς τρομακτικά, σὰν τὸ σκόρπισμα τοῦ ἀνέμου στοῦ πελάου τὴ μοναξιά. 59 Κτυποῦν ὅλοι ἀπάνου κάτου· κάθε κτύπημα ποὺ ἐβγῇ εἶναι κτύπημα θανάτου, χωρὶς νὰ δευτερωθῇ. 60 Κάθε σῶμα ἱδρώνει, ρέει λὲς καὶ ἐκεῖθεν ἡ ψυχὴ ἀπ᾿ τὸ μῖσος ποὺ τὴν καίει πολεμάει νὰ πεταχθῇ. 61 Τῆς καρδίας κτυπίες βροντᾶνε μὲς στὰ στήθια τους ἀργά, καὶ τὰ χέρια ὁποὺ χουμᾶνε περισσότερο εἶν᾿ γοργά. 62 Οὐρανὸς γι᾿ αὐτοὺς δὲν εἶναι, οὐδὲ πέλαο, οὐδὲ γῆ· γι᾿ αὐτοὺς ὅλους τὸ πᾶν εἶναι μαζωμένο ἀντάμα ἐκεῖ. 63 Τόση ἡ μάνητα καὶ ἡ ζάλη, ποὺ στοχάζεσαι, μὴ πὼς ἀπὸ μία μεριὰ καὶ ἀπ᾿ ἄλλη δὲν μείνῃ ἕνας ζωντανός. 64 Κοίτα χέρια ἀπελπισμένα πῶς θερίζουνε ζωές! Χάμου πέφτουνε κομμένα χέρια, πόδια, κεφαλές, 65 καὶ παλάσκες καὶ σπαθία μὲ ὁλοσκόρπιστα μυαλά, καὶ μὲ ὁλόσχιστα κρανία σωθικὰ λαχταριστά. 66 Προσοχὴ καμία δὲν κάνει κανείς, ὄχι, εἰς τὴ σφαγὴ πᾶνε πάντα ἐμπρός. Ὤ! φθάνει, φθάνει ἕως πότε οἱ σκοτωμοί; 67 Ποῖος ἀφήνει ἐκεῖ τὸν τόπο, πάρεξ ὅταν ξαπλωθῇ; Δὲν αἰσθάνονται τὸν κόπο καὶ λὲς κι εἶναι εἰς τὴν ἀρχή. 68 Ὀλιγόστευαν οἱ σκύλοι, καὶ «Ἀλλά» ἐφώναζαν, «Ἀλλά» καὶ τῶν χριστιανῶν τὰ χείλη «φωτιά» ἐφώναζαν, «φωτιά». 69 Λεονταρόψυχα ἐκτυπιοῦντο, πάντα ἐφώναζαν «φωτιά», καὶ οἱ μιαροὶ κατασκορπιοῦντο, πάντα σκούζοντας «Ἀλλά». 70 Παντοῦ φόβος καὶ τρομάρα καὶ φωνὲς καὶ στεναγμοί· παντοῦ κλάψα, παντοῦ ἀντάρα, καὶ παντοῦ ξεψυχισμοί. 71 Ἦταν τόσοι! πλέον τὸ βόλι εἰς τ᾿ αὐτιὰ δὲν τοὺς λαλεῖ. Ὅλοι χάμου ἐκείτοντ᾿ ὅλοι εἰς τὴν τέταρτην αὐγή. 72 Σὰν ποτάμι τὸ αἷμα ἐγίνη καὶ κυλάει στὴ λαγκαδιά, καὶ τὸ ἀθῷο χόρτο πίνει αἷμα ἀντὶς γιὰ τὴ δροσιά. 73 Τῆς αὐγῆς δροσάτο ἀέρι, δὲν φυσᾷς τώρα ἐσὺ πλιὸ στῶν ψευδόπιστων τὸ ἀστέρι5 φύσα, φύσα εἰς τὸ Σταυρό. 74 Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά, καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη, χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά! 75 Τῆς Κορίνθου ἰδοὺ καὶ οἱ κάμποι δὲν λάμπ᾿ ἥλιος μοναχὰ εἰς τοὺς πλάτανους, δὲν λάμπει εἰς τ᾿ ἀμπέλια, εἰς τὰ νερά· 76 εἰς τὸν ἥσυχον αἰθέρα τώρα ἀθῴα δὲν ἀντηχεῖ τὰ λαλήματα ἡ φλογέρα, τὰ βελάσματα τὸ ἀρνί· 77 τρέχουν ἅρματα χιλιάδες σὰν τὸ κῦμα εἰς τὸ γιαλὸ ἀλλ᾿ οἱ ἀνδρεῖοι παλικαράδες δὲν ψηφοῦν τὸν ἀριθμό. 78 Ὢ τρακόσιοι! σηκωθῆτε καὶ ξανάλθετε σ᾿ ἐμᾶς· τὰ παιδιά σας θέλ᾿ ἰδῆτε πόσο μοιάζουνε μ᾿ ἐσᾶς. 79 Ὅλοι ἐκεῖνοι τὰ φοβοῦνται, καὶ μὲ πάτημα τυφλὸ εἰς τὴν Κόρινθο ἀποκλειοῦνται κι ὅλοι χάνουνται ἀπ᾿ ἐδῶ. 80 Στέλνει ὁ ἄγγελος τοῦ ὀλέθρου πεῖναν καὶ θανατικὸ ποῦ σὲ σχῆμα ἑνὸς σκελέθρου περπατοῦν ἀντάμα οἱ δυό· 81 καὶ πεσμένα εἰς τὰ χορτάρια ἀπεθαίνανε παντοῦ τὰ θλιμμένα ἀπομεινάρια τῆς φυγῆς καὶ τοῦ χαμοῦ. 82 Καὶ ἐσὺ ἀθάνατη, ἐσὺ θεία, ποῦ ὅ,τι θέλεις ἠμπορεῖς, εἰς τὸν κάμπο, Ἐλευθερία, ματωμένη περπατεῖς. 83 Στὴ σκιὰ χεροπιασμένες,6 στὴ σκιὰ βλέπω κι ἐγὼ κρινοδάκτυλες παρθένες, ὅπου κάνουνε χορό· 84 στὸ χορὸ γλυκογυρίζουν ὡραία μάτια ἐρωτικά, καὶ εἰς τὴν αὔρα κυματίζουν μαῦρα, ὁλόχρυσα μαλλιά. 85 Ἡ ψυχή μου ἀναγαλλιάζει πὼς ὁ κόρφος καθεμιᾶς γλυκοβύζαστο ἑτοιμάζει γάλα ἀνδρείας καὶ ἐλευθεριᾶς. 86 Μὲς στὰ χόρτα, τὰ λουλούδια, τὸ ποτήρι δὲν βαστῶ· φιλελεύθερα τραγούδια σὰν τὸν Πίνδαρο ἐκφωνῶ. 87 Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά, καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη, χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά! 88 Πῆγες εἰς τὸ Μεσολόγγι τὴν ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ, μέρα ποὺ ἄνθισαν οἱ λόγγοι7 γιὰ τὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ. 89 Σοὖλθε ἐμπρὸς λαμποκοπώντας ἡ Θρησκεία μ᾿ ἕνα σταυρὸ καὶ τὸ δάκτυλο κινώντας ὅπου ἀνεῖ τὸν οὐρανό, 90 «σ᾿ αὐτό», ἐφώναξε, «τὸ χῶμα στάσου ὁλόρθη, Ἐλευθεριά»· καὶ φιλώντας σου τὸ στόμα μπαίνει μὲς στὴν ἐκκλησιά.8 91 Εἰς τὴν τράπεζα σιμώνει, καὶ τὸ σύγνεφο τὸ ἀχνὸ γύρω γύρω της πυκνώνει ποὺ σκορπάει τὸ θυμιατό. 92 Ἀγρικάει τὴν ψαλμῳδία ὁποὺ ἐδίδαξεν αὐτή· βλέπει τὴ φωταγωγία στοὺς ἁγίους ἐμπρὸς χυτή. 93 Ποιοὶ εἶν᾿ αὐτοὶ ποὺ πλησιάζουν μὲ πολλὴ ποδοβολή, κι ἅρματ᾿, ἅρματα ταράζουν; Ἐπετάχτηκες Ἐσύ. 94 Ἄ! τὸ φῶς, ποὺ σὲ στολίζει σὰν ἡλίου φεγγοβολὴ καὶ μακρόθεν σπινθηρίζει, δὲν εἶναι, ὄχι, ἀπὸ τὴ γῆ· 95 λάμψιν ἔχει ὅλη φλογώδη χεῖλος, μέτωπο, ὀφθαλμός· φῶς τὸ χέρι, φῶς τὸ πόδι, κι ὅλα γύρω σου εἶναι φῶς. 96 Τὸ σπαθί σου ἀντισηκώνεις, τρία πατήματα πατᾷς, σὰν τὸν πύργο μεγαλώνεις, καὶ εἰς τὸ τέταρτο κτυπᾷς· 97 μὲ φωνὴ ποὺ καταπείθει προχωρώντας ὁμιλεῖς· «Σήμερ᾿, ἄπιστοι, ἐγεννήθη, ναί, τοῦ κόσμου ὁ Λυτρωτής». 98 Αὐτὸς λέγει... «Ἀφοκρασθῆτε Ἐγὼ εἶμ᾿ Ἄλφα, Ὠμέγα ἐγώ·9 πέστε, ποῦ θ᾿ ἀποκρυφθῆτε ἐσεῖς ὅλοι, ἂν ὀργισθῶ; 99 »Φλόγα ἀκοίμητήν σας βρέχω, ποὺ μ᾿ αὐτὴν ἂν συγκριθῇ κείνη ἡ κάτω ὅπου σας ἔχω σὰν δροσιὰ θέλει βρεθῇ. 100 »Κατατρώγει, ὡσὰν τὴ σχίζα, τόπους ἄμετρα ὑψηλούς, χῶρες, ὄρη ἀπὸ τὴ ρίζα, ζῷα καὶ δένδρα καὶ θνητούς, 101 »καὶ τὸ πᾶν τὸ κατακαίει, καὶ δὲν σῴζεται πνοή, πάρεξ τοῦ ἀνέμου ποὺ πνέει μὲς στὴ στάχτη τὴ λεπτή». 102 Κάποιος ἤθελε ἐρωτήσει: τοῦ θυμοῦ του εἶσαι ἀδελφή; Ποῖος εἶν᾿ ἄξιος νὰ νικήσῃ ἢ μ᾿ ἐσὲ νὰ μετρηθῆ; 103 Ἡ γῆ αἰσθάνεται τὴν τόση τοῦ χεριοῦ σου ἀνδραγαθιά, ποὺ ὅλην θέλει θανατώσῃ τὴ μισόχριστη σπορά. 104 Τὴν αἰσθάνονται, καὶ ἀφρίζουν τὰ νερά, καὶ τ᾿ ἀγρικῶ δυνατὰ νὰ μουρμουρίζουν σὰν νὰ ρυάζετο θηριό. 105 Κακορίζικοι, ποὺ πάτε τοῦ Ἀχελῴου μὲς στὴ ροή,10 καὶ πιδέξια πολεμᾶτε ἀπὸ τὴν καταδρομὴ 106 ν᾿ ἀποφύγετε! τὸ κῦμα ἔγινε ὅλο φουσκωτό· ἐκεῖ εὑρήκατε τὸ μνῆμα πρὶν νὰ εὐρῆτε ἀφανισμό. 107 Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει κάθε λάρυγγας ἐχθροῦ, καὶ τὸ ρεῦμα γαργαρίζει τὲς βλασφήμιες τοῦ θυμοῦ. 108 Σφαλερὰ τετραποδίζουν πλῆθος ἄλογα, καὶ ὀρθὰ τρομασμένα χλιμιτρίζουν καὶ πατοῦν εἰς τὰ κορμιά. 109 Ποῖος στὸν σύντροφον ἁπλώνει χέρι, ὡσὰν νὰ βοηθηθῇ· ποῖος τὴ σάρκα του δαγκώνει, ὅσο ὅπου νὰ νεκρωθῇ· 110 κεφαλὲς ἀπελπισμένες μὲ τὰ μάτια πεταχτά, κατὰ τ᾿ ἄστρα σηκωμένες γιὰ τὴν ὕστερη φορά. 111 Σβηέται -αὐξαίνοντας ἡ πρώτη τοῦ Ἀχελῴου νεροσυρμή- τὸ χλιμίτρισμα, καὶ οἱ κρότοι καὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ γογγυσμοί. 112 Ἔτσι ν᾿ ἄκουα νὰ βουίξῃ τὸν βαθὺν Ὠκεανό, καὶ στὸ κῦμα του νὰ πνίξῃ κάθε σπέρμα Ἀγαρηνό· 113 Καὶ ἐκεῖ ποὖναι ἡ Ἁγία Σοφία, μὲς στοὺς λόφους τοὺς ἑπτά, ὅλα τ᾿ ἄψυχα κορμία, βραχοσύντριφτα, γυμνά, 114 σωριασμένα νὰ τὰ σπρώξῃ ἡ κατάρα τοῦ Θεοῦ, κι ἀπ᾿ ἐκεῖ νὰ τὰ μαζώξῃ ὁ ἀδελφός του Φεγγαριοῦ.11 115 Κάθε πέτρα μνῆμα ἂς γένη, καὶ ἡ Θρησκεία κι ἡ Ἐλευθεριὰ μ᾿ ἀργοπάτημα ἂς πηγαίνῃ μεταξύ τους, καὶ ἂς μετρᾷ. 116 Ἕνα λείψανο ἀνεβαίνει τεντωτό, πιστομητό, κι ἄλλο ξάφνου κατεβαίνει καὶ δὲν φαίνεται καὶ πλιό. 117 Καὶ χειρότερα ἀγριεύει καὶ φουσκώνει ὁ ποταμός· πάντα πάντα περισσεύει πολυφλοίσβισμα καὶ ἀφρός. 118 Ἄ! γιατί δὲν ἔχω τώρα τὴ φωνὴ τοῦ Μωυσῆ; Μεγαλόφωνα, τὴν ὥρα ὅπου ἐσβηοῦντο οἱ μισητοί, 119 τὸν Θεὸν εὐχαριστοῦσε στοῦ πελάου τὴ λύσσα ἐμπρός, καὶ τὰ λόγια ἠχολογοῦσε ἀναρίθμητος λαός· 120 ἀκλουθάει τὴν ἁρμονία ἡ ἀδελφή του Ἀαρών, ἡ προφήτισσα Μαρία, μ᾿ ἕνα τύμπανο τερπνόν,12 121 καὶ πηδοῦν ὅλες οἱ κόρες μὲ τς ἀγκάλες ἀνοικτές, τραγουδώντας, ἀνθοφόρες, μὲ τὰ τύμπανα κι ἐκειές. 122 Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή, σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη, ποῦ μὲ βία μετράει τὴ γῆ. 123 Εἰς αὐτήν, εἶν᾿ ξακουσμένο, δὲν νικιέσαι ἐσὺ ποτέ· ὅμως, ὄχι, δὲν εἶν᾿ ξένο καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ. 124 Τὸ στοιχεῖον αὐτὸ ξαπλώνει κύματ᾿ ἄπειρα εἰς τὴ γῆ, μὲ τὰ ὁποῖα τὴν περιζώνει κι εἶναι εἰκόνα σου λαμπρή. 125 Μὲ βρυχίσματα σαλεύει, ποὺ τρομάζει ἡ ἀκοὴ κάθε ξύλο κινδυνεύει καὶ λιμιώνα ἀναζητεῖ. 126 Φαίνετ᾿ ἔπειτα ἡ γαλήνη καὶ τὸ λάμψιμο τοῦ ἡλιοῦ, καὶ τὰ χρώματα ἀναδίνει τοῦ γλαυκότατου οὐρανοῦ. 127 Δὲν νικιέσαι, εἶν᾿ ξακουσμένο, στὴν ξηρὰν ἐσὺ ποτὲ ὅμως, ὄχι, δὲν εἶν᾿ ξένο καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ. 128 Περνοῦν ἄπειρα τὰ ξάρτια, καὶ σὰν λόγγος στριμωχτὰ τὰ τρεχούμενα κατάρτια, τὰ ὁλοφούσκωτα πανιά. 129 Σὺ τὲς δύναμές σου σπρώχνεις, καὶ ἀγκαλὰ δὲν εἶν᾿ πολλές, πολεμώντας ἄλλα διώχνεις, ἄλλα παίρνεις, ἄλλα καῖς 130 μὲ ἐπιθύμια νὰ τηράζῃς δυὸ μεγάλα σὲ θωρῶ,13 καὶ θανάσιμον τινάζεις ἐναντίον τους κεραυνό. 131 Πιάνει, αὐξαίνει, κοκκινίζει καὶ σηκώνει μία βροντή, καὶ τὸ πέλαο χρωματίζει μὲ αἱματόχροη βαφή. 132 Πνίγοντ᾿ ὅλοι οἱ πολεμάρχοι καὶ δὲν μνέσκει ἕνα κορμί· χάρου, σκιὰ τοῦ Πατριάρχη, ποῦ σ᾿ ἐπέταξεν ἐκεῖ. 133 Ἐκρυφόσμιγαν οἱ φίλοι μὲ τ᾿ς ἐχθρούς τους τὴ Λαμπρή, καὶ τοὺς ἔτρεμαν τὰ χείλη δίνοντάς τα εἰς τὸ φιλί. 134 Κειὲς τὲς δάφνες ποὺ ἐσκορπίστε14 τώρα πλέον δὲν τὲς πατεῖ, καὶ τὸ χέρι ὅπου ἐφιλῆστε πλέον, ἅ! πλέον δὲν εὐλογεῖ. 135 Ὅλοι κλαῦστε· ἀποθαμένος ὁ ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησιᾶς· κλαῦστε, κλαῦστε κρεμασμένος ὡσὰν νἄτανε φονιάς. 136 Ἔχει ὁλάνοιχτο τὸ στόμα π᾿ ὦρες πρῶτα εἶχε γευθεῖ τ᾿ Ἅγιον Αἷμα, τ᾿ Ἅγιον Σῶμα· λὲς πὼς θενὰ ξαναβγῇ 137 ἡ κατάρα ποὺ εἶχε ἀφήσει λίγο πρὶν νὰ ἀδικηθῇ εἰς ὁποῖον δὲν πολεμήσῃ καὶ ἠμπορεῖ νὰ πολεμῇ. 138 Τὴν ἀκούω, βροντάει, δὲν παύει εἰς τὸ πέλαγο, εἰς τὴ γῆ, καὶ μουγκρίζοντας ἀνάβει τὴν αἰώνιαν ἀστραπή. 139 Ἡ καρδιὰ συχνοσπαράζει... Πλὴν τί βλέπω; Σοβαρὰ νὰ σωπάσω μὲ προστάζει μὲ τὸ δάκτυλο ἡ θεά. 140 Κοιτάει γύρω εἰς τὴν Εὐρώπη τρεῖς φορὲς μ᾿ ἀνησυχιά· προσηλώνεται κατόπι στὴν Ἑλλάδα, καὶ ἀρχινᾷ: 141 «Παλληκάρια μου! οἱ πολέμοι γιὰ σᾶς ὅλοι εἶναι χαρά, καὶ τὸ γόνα σας δὲν τρέμει στοὺς κινδύνους ἐμπροστά. 142 »Ἀπ᾿ ἐσᾶς ἀπομακραίνει κάθε δύναμη ἐχθρική· ἀλλὰ ἀνίκητη μιὰ μένει ποὺ τὲς δάφνες σας μαδεῖ. 143 »Μία, ποὺ ὅταν ὡσὰν λύκοι ξαναρχόστενε ζεστοί, κουρασμένοι ἀπὸ τὴ νίκη, ἄχ! τὸν νοῦν σας τυραννεῖ. 144 »Ἡ Διχόνια, ποὺ βαστάει ἕνα σκῆπτρο ἡ δολερὴ καθενὸς χαμογελάει, πάρ᾿ το, λέγοντας, κι ἐσύ. 145 »Κειὸ τὸ σκῆπτρο ποὺ σᾶς δείχνει, ἔχει ἀλήθεια ὡραῖα θωριά· μὴν τὸ πιᾶστε, γιατὶ ρίχνει εἰσὲ δάκρυα θλιβερά. 146 »Ἀπὸ στόμα ὅπου φθονάει, παλικάρια, ἂς μὴν ῾πωθῇ, πῶς τὸ χέρι σας κτυπάει τοῦ ἀδελφοῦ τὴν κεφαλή. 147 »Μὴν εἰποῦν στὸ στοχασμό τους τὰ ξένα ἔθνη ἀληθινά: «Ἐὰν μισοῦνται ἀνάμεσό τους, δὲν τοὺς πρέπει ἐλευθεριά». 148 »Τέτοια ἀφήστενε φροντίδα· ὅλο τὸ αἷμα ὁποὺ χυθῇ γιὰ θρησκεία καὶ γιὰ πατρίδα, ὅμοιαν ἔχει τὴν τιμή. 149 »Στὸ αἷμα αὐτό, ποὺ δὲν πονεῖτε, γιὰ πατρίδα, γιὰ θρησκειά, σᾶς ὁρκίζω, ἀγκαλιασθῆτε σὰν ἀδέλφια γκαρδιακά. 150 »Πόσον λείπει, στοχασθῆτε, πόσο ἀκόμη νὰ παρθῇ πάντα ἡ νίκη, ἂν ἑνωθῆτε, πάντα ἐσᾶς θ᾿ ἀκολουθῇ. 151 »Ὢ ἀκουσμένοι εἰς τὴν ἀνδρεία!... Καταστῆστε ἕνα σταυρὸ καὶ φωνάξετε μὲ μία: Βασιλεῖς, κοιτάξτ᾿ ἐδῶ. 152 »Τὸ σημεῖον ποὺ προσκυνᾶτε εἶναι τοῦτο, καὶ γι᾿ αὐτὸ ματωμένους μας κοιτᾶτε στὸν ἀγῶνα τὸ σκληρό. 153 »Ἀκατάπαυστα τὸ βρίζουν τὰ σκυλιὰ καὶ τὸ πατοῦν καὶ τὰ τέκνα του ἀφανίζουν καὶ τὴν πίστη ἀναγελοῦν. 154 »Ἐξ αἰτίας του ἐσπάρθη, ἐχάθη αἷμα ἀθῷο χριστιανικό, ποὺ φωνάζει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς νυκτός: «Νὰ ῾κδικηθῶ». 155 »Δὲν ἀκοῦτε ἐσεῖς εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, τέτοια φωνή; Τώρα ἐπέρασαν αἰῶνες καὶ δὲν ἔπαυσε στιγμή. 156 »Δὲν ἀκοῦτε; εἰς κάθε μέρος σὰν τοῦ Ἄβελ καταβοᾶ· δὲν εἶν᾿ φύσημα τοῦ ἀέρος ποῦ σφυρίζει εἰς τὰ μαλλιά. 157 »Τί θὰ κάμετε; θ᾿ ἀφῆστε νὰ ἀποκτήσωμεν ἐμεῖς Λευθεριὰν, ἢ θὰ τὴν λῦστε ἐξ αἰτίας Πολιτικῆς; 158 »Τοῦτο ἀνίσως μελετᾶτε, ἰδού, ἐμπρός σας τὸν Σταυρό· Βασιλεῖς! ἐλᾶτε, ἐλᾶτε, καὶ κτυπήσετε κι ἐδῶ».
Επισκέπτης Επισκέπτης
Θέμα: Απ: Διονύσιος Σολωμός Τρι 8 Απρ - 9:04:47 ΣHMEIΩΣEIΣ TOY ΠOIHTH 01) Δεῦτε παῖδες τῶν Ἑλλήνων... 02) Ἀρματώθηκαν τότε ὅλοι ἀπὸ δεκατέσσερους χρόνους καὶ ἀπάνου. 03) Ἡ περιτειχισμένη Τριπολιτσὰ δὲν ἔχει κάστρον, καὶ εἰς τὸν τόπον τοῦ κάστρου ἐννοεῖ ὁ ποιητὴς τὴν μεγάλην Τάπιαν τῆς πόλης. 04) Ἀγκαλὰ καὶ ἦτον ἡμέρα ὅταν ἐπάρθηκεν ἡ Τριπολιτσά, ὁ ποιητὴς ἀκολούθησε τὴν κοινὴν φήμην ὅπου τότε ἐσκορπίστηκεν, ὅτι τὸ πάρσιμό της ἐσυνέβηκε τρεῖς ὧρες ἔπειτα ἀπὸ τὰ μεσάνυκτα. 05) Εἶναι γνωστὸν ὅτι τὸ φεγγάρι εὑρίσκεται τυπωμένον εἰς τὲς τούρκικες σημαῖες. 06) Ὁ λὸρδ Μπάιρον εἰς τὴν τρίτην ᾠδὴν τοῦ Don Juan παρασταίνει ἕνα ποιητὴν Ἕλληνα, ὅπου ἀπελπισμένος καὶ παραπονεμένος διὰ τὴν σκλαβιὰν τῆς πατρίδος του, ἔχει ἐμπρός του ἕνα κρασοπότηρον, καὶ κοντὰ εἰς ἄλλα λέγει καὶ τὰ ἀκόλουθα λόγια: «...οἱ γυναῖκες μας χορεύουν ἀποκάτου ἀπὸ τὸν ἴσκιον βλέπω τὰ θέλγητρα τῶν ματιῶν τοὺς ἀλλὰ ὅταν συλλογίζωμαι ὅτι θὰ γεννήσουν σκλάβους, γεμίζουν τὰ μάτια μου δάκρυα». Ἐπέρασε ἕνας χρόνος ἀφοῦ ἐγράφθηκε τοῦτος ὁ ὕμνος ὁλοένα ὁ ποιητὴς ἑτοιμάζει ἕνα ποίημα γιὰ τὸν θάνατον τοῦ Λὸρδ Μπάιρον. 07) Ἀγαλλιάσθω ἔρημος καὶ ἀνθείτω ὡς κρίνον. Ἡσαΐας Κεφ. λε´. 08) Εἶναι ἀληθινὸν ὅτι οἱ Τοῦρκοι ὅρμησαν ἐναντίον τοῦ Μεσολογγιοῦ τὰ ξημερώματα αὐτῆς τῆς ἁγίας ἡμέρας δὲν εἶναι ὅμως ἀληθινόν, καθὼς τότε ἐκοινολογήθηκεν, ὅτι ἦταν ἀνοικτὲς καὶ οἱ ἐκκλησίες μάλιστα ἐκλείσθησαν ἐπιταυτοῦ διὰ νὰ ἔχουν οἱ Ἕλληνες ὅλην τὴν προσοχήν τους εἰς τὸν πόλεμον. 09) Καὶ εἰπέ μοι γέγονε ἐγὼ εἰμὶ τὸ A καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος. Ἀποκάλ. Ἰωάννου Κεφ. κα´. 10) Τὰ περιστατικὰ τοῦ περάσματος τοῦ ποταμοῦ, τῆς μάχης τῶν Χριστουγέννων καὶ τῆς πολιορκίας τοῦ Μεσολογγιοῦ εὑρίσκονται καταστρωμένα εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ Σπυρίδωνος Τρικούπη, ἐγκαρδίου φίλου τοῦ ποιητῆ. Αὐτὴ ἡ ἱστορία γλήγορα θέλει πλουτίσει καὶ τὴν γλῶσσαν μας καὶ τὴν φιλολογίαν μας. 11) Εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς τίτλους τοῦ Σουλτάνου. 12) Ἔξοδος Κεφ. ιε´. 13) Τὸ καύσιμό της καραβέλας τοῦ Καπετὰν πασᾶ καὶ ἑνὸς ἄλλου καραβίου κοντὰ εἰς τὴν Τένεδον, τὲς 29 Ὀκτωβρίου. 14) Οἱ Χριστιανοὶ τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας συνηθίζουν νὰ σπέρνουν δάφνες εἰς τὲς ἐκκλησίες τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα. Ὅταν ἐπρωτοδιαβάσθηκε τὸ ποίημα, κάποιοι εἶπαν: Κρῖμα! ὑψηλὰ νοήματα καὶ στίχοι σφαλμένοι! Γιὰ νὰ δεχθῶ τὴν πρώτην, ἀκαρτερῶ νὰ δικαιολογήσουν τὴν δεύτερη παρατήρηση. Μὰ τὸν Δία ποὺ ἐσάστισα! Αὔριο θέλει ἔρθῃ καὶ κανένας νὰ μοῦ δείξῃ τ᾿ ἀλφαβητάρι μὲ τὸ κονδύλι στὸ χέρι ἀλλὰ ἐγὼ τοῦ τὸ παίρνω καὶ ἀπιθώνω τὴν ἄκρην του εἰς τὰ μεγάλα ὀνόματα τοῦ Δάντη καὶ τοῦ Πετράρχη, τοῦ Ἀριόστου καὶ τοῦ Τάσσου, καὶ εἰς τὰ ὀνόματα ὅσων στιχουργώντας τοὺς ἀκολούθησαν, καὶ τοῦ λέγω: Λάβε τὴν καλοσύνην, Διδάσκαλε, νὰ γύρῃς τ᾿ αὐτιά σου ἐδῶ πάνου, καὶ μέτρα. Κάθε συλλαβὴ εἶναι ἕνα πόδι, καὶ γιὰ μᾶς καὶ γιὰ αὐτούς, ὅποιος καὶ ἂν εἶναι ὁ στίχος ὅμως ἐσὺ δὲν ἠξεύρεις νὰ τὰ μετρᾷς. Τὸ φωνῆεν, μὲ τὸ ὁποῖον τελειώνει ἡ λέξη, χάνεται εἰς τὸ φωνῆεν, μὲ τὸ ὁποῖον ἡ ἀκόλουθη ἀρχινᾷ ὅμως τὸ προφέρω, ἐπειδὴ ἔτσι μὲ συμβουλεύει ἡ τέχνη τῆς ἀληθινῆς ἁρμονίας. Τὸ ιὰ (βία), τὸ έει (ρέει), τὸ άϊ (Μάϊ) καὶ τὰ ἑξῆς, ὅταν δὲν εἶναι εἰς τὸ τέλος τοῦ στίχου, δὲν κάνουν παρὰ μία συλλαβή. Τὸ τιμὴ εἶναι ὁμοιοτέλευτο μὲ τὸ πολλοί , τὸ κακὸς μὲ τὸ τυφλός , τὸ ἐχθὲς μὲ τὸ πολλές . Τοῦτοι οἱ κανόνες ἔχουν κάποιες ἐξαιρέσεις, τὲς ὁποῖες ὅποιος ἔχει καλὰ θρεμμένη μὲ τοὺς Κλασσικοὺς τὴν ψυχὴν τοῦ βάνει εἰς ἔργον, χωρὶς τόσο νὰ συλλογίζεται, εἰς τὴν ἴδιαν στιγμὴν εἰς τὴν ὁποίαν μορφώνει τὴν ὕλη. Πίστευσέ μου, Διδάσκαλε, ἡ ἁρμονία τοῦ στίχου δὲν εἶναι πρᾶγμα ὅλο μηχανικό, ἀλλὰ εἶναι ξεχείλισμα τῆς ψυχῆς μ᾿ ὅλον τοῦτο, ἂν φθάσης νὰ μοῦ ἀποδείξης ὅτι σφάλλω τοὺς στίχους, θέλει γράψω τῶν Ἰταλῶν καὶ τῶν Ἰσπανῶν, νὰ τοὺς δώσω τὴν εἴδησιν, ὅτι τοὺς ἔσφαλαν ἕως τώρα καὶ αὐτοί, καὶ μὴ φοβᾶσαι νὰ σοῦ πάρω γιὰ τὴν ἐφεύρεσιν τὸ βραβεῖον, γιατὶ θέλει σὲ μελετήσω. Ἀλλὰ ποῖος σοῦ εἶπε νὰ τσακίσης τὴν λέξη θερι- σμένα; (στρ. 51) – Ποῖος μοῦ τὄπε; τὸ ἀπόκρυφο τῆς τέχνης μου καὶ τὸ παράδειγμα τῶν μεγάλων. Ἄμετρα εἶναι τὰ παραδείγματα τέτοιας λογῆς, καὶ θέλει σοῦ τὰ ἀναφέρω ὅλα ἕνα ἕνα, ὅταν ἀνανοηθῶ πὼς ἔχω καιρὸν νὰ χάσω. Ὁ Πίνδαρος ἔχει τσακισμένες καμία χιλιάδα λέξεις οἱ τραγικοὶ στοὺς χοροὺς ἐτσάκισαν ἀρκετὲς καὶ αὐτοί, καὶ ὁ Ὀράτσιος τοὺς ἐμιμήθηκε. Τὸ παράδειγμα τοῦ Ἀριόστου Ne men ti raccomando la mia Fiordi... Ma dir non pote ligi; e qui finio [Canto XLII, 14] ἀναλεῖ τὴν εἰκόνα καὶ περιέχει πάθος λύπης. Τὸ παράδειγμα τοῦ Πινδάρου Ἰδοίσα δ᾿ ὀξεῖ Ἐρινὺς πέφνεν ἐοὶ σὺν ἀλλαλο- φονία γένος ἀρήιον [Ὀλύμπ. Εἴδ. β´, στίχ. 73] ἀναλεῖ τὴν εἰκόνα καὶ περιέχει πάθος τρομάρας. Τὸ παράδειγμα τοῦ Δάντη Cosi quelle carole differente- mente danzando, della sua ricchezza Mi si facean stimar veloci e lente [Parad. Canto 24] εἶναι τέτοιο, ὅπου ἂν τὸ διαβάσης μὲ ἐκεῖνες τὲς ἄλλες θεῖες ζωγραφίες, καὶ καταλάβῃς ὅτι τέτοιες δὲν τὲς κάνει κανένας, ἴσως ἠμπορεῖ, Διδάσκαλε, νὰ φιλιωθοῦμε καὶ ἡ φιλία θέλει βαστάξη, ὅσο νὰ σοῦ κάμω μία παρατήρηση εἰς τὸν Πίνδαρο. Ἡ λέξη ὅλον (Ὀλύμπ. Εἴδ. β´, στίχ. 55) βρίσκεται τσακισμένη γιὰ ὅποιο δίκαιο, ἢ μουσικῆς, ἢ ἄλλο ἐπαρακινήθηκεν ὁ Πίνδαρος νὰ τὴν τσακίση, τὸ πρῶτο δίκαιο τὸ εἶχε ἡ φύση τῆς λέξης, ἡ ὁποία, ἂν τσακισθῆ, ἐναντιώνεται μὲ τὴν ἰδέαν ποὺ παρασταίνει. Σὲ βλέπω καὶ φρίττεις καὶ ἑτοιμάζεσαι νὰ μαδήσῃς τὰ μαλλιά σου ὡσὰν τὸ Θ τοῦ Λουκιανοῦ (Δίκῃ φωνηέντων) ἀλλὰ ἡσύχασε, γιατὶ ὁ Πίνδαρος μ᾿ ὅλον τοῦτο μένει πάντα ὁ ἴδιος γιὰ καθέναν ὁ ἴδιος γιὰ μὲ ὅπου βρίσκω τὴν τέχνην ὅπου εἶναι, ὁ ἴδιος γιὰ σὲ ὅπου ξανοίγεις τὲς ὀξεῖες ὅπου δὲν λείπουν... βλέπω ἕνα χαμόγελο εἰς τὰ χεῖλα τῶν ξένων ἀλλλᾶ δὲν τὸ κάνουν τόσο πικρό, γιατὶ βέβαια θυμοῦνται καὶ τὰ δικά τους. Ὁ Διονύσιος Σολωμὸς ἄρχισε νὰ γράφει τὸ ποίημα «Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερία» τὸ 1822, μετὰ τὴ συνάντησή του μὲ τὸν Τρικούπη (ποὺ τὸν ἐπηρέασε πολύ) καὶ τὸν ὁλοκλήρωσε τὸν Μάιο τοῦ 1823. Πρωτοδημοσιεύθηκε τὸ 1824 στὸ Μεσολόγγι καὶ ἐκυκλοφόρησε τὸ 1825. Ἔπειτα, ἐπανεκτυπώθηκε πολλὲς φορές καὶ μεταφράσθηκε σὲ πολλὲς γλῶσσες. Τὸ 1865, μὲ τὴ δεύτερη μουσικὴ σύνθεση του, ἀπὸ τὸν Νικόλαο Μάντζαρο, ἔγινε ἐπισήμως ὁ Ἐθνικὸς Ὕμνος τῆς Ἑλλάδος. πηγή
Επισκέπτης Επισκέπτης
Θέμα: Απ: Διονύσιος Σολωμός Τρι 8 Απρ - 9:08:26 Η Αγνώριστη Ποια είναι τούτη που κατεβαίνει ασπροεντυμένη απ' το βουνό; Τώρα 'που τούτη η κόρη φαίνεται το χόρτο γένεται άνθι απαλό. Κ' ευθύς ανοίγει τα ωραία του κάλλη και το κεφάλι συχνοκουνεί. Κ' ερωτεμένο, να μη το αφήσει να το πατήσει παρακαλεί. Κόκκινα κι όμορφα έχει τα χείλα ωσάν τα φύλλα της ροδαριάς. Όταν χαράζει και η αυγούλα λεπτή βροχούλα στέρνει δροσιάς. Και των μαλλιώνε της τ' ωραίο πλήθος πάνου 'σ' το στήθος λάμπει ξανθό. Εχουν τα μάτια της οπού γελούνε το χρώμα που 'ναι Στον τον ουρανό Ποια είναι τούτη που κατεβαίνει ασπροεντυμένη απ' το βουνό;VIDEO
Διονύσιος Σολωμός
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης