Και μια μέρα, μια συνηθισμένη φθινοπωρινή μέρα, βγήκε ένας άνεμος που όσο πήγαινε δυνάμωνε.
Κάποια στιγμή άρχισαν ν’ ανοιγοκλείνουν πόρτες-παράθυρα σαν να μάλωναν μεταξύ τους, ποτιστήρια και σκούπες να τρέχουν στις αυλές, τα ρούχα να φεύγουν μαζί με τα σύρματα, κι όσοι βρέθηκαν στους δρόμους, διαβάτες εν αιθρία, κολλούσαν πάνω στα ντουβάρια –αν προλάβαιναν- για να μην τους πάρει κι αυτούς η ανεμοζάλη.
Η Πέρσα είπε στον αδερφό της τον Γιακώβ να μην κουνηθεί ούτε απ’ τη μια κάμαρα στην άλλη γιατί δεν είχε όρεξη να τον κυνηγάει στον αέρα, μα ενώ το ‘λεγε, άνοιξε πίσω της ένα παράθυρο και το ρεύμα την προσγείωσε στα πόδια του.
«Για να σκέφτεσαι τι λες!» της είπε εκείνος με σαρδόνιο μορφασμό.
Και η Φεβρωνία, ψάχνοντας κάτι σ’ ένα παράπηγμα πίσω απ’ το σπίτι, ανάμεσα σε ξύλα και κασσόνια, άφησε το ψάξιμο και πήγε να βγει, μα μόλις έσπρωξε την πόρτα, ο αέρας της την γύρισε στο πρόσωπο. Την ξανάσπρωξε, κι εκείνος της την ξαναγύρισε.
«Α – αέρα, θα μαλώσουμε», του είπε.
Πήρε μια βαθειά ανάσα κι έσπρωξε την πόρτα με τα δυο της χέρια. Και πάλι ο αέρας της την έφερε στο πρόσωπο.
«Μα τι θες τώρα; Να τσακωθούμε;» του είπε πάλι. Και ταραγμένη, θυμωμένη, άρπαξε ένα ξύλο κι έσπρωξε μ’ αυτό την πόρτα – καταφέρνοντας έτσι (αρκετά ανέτοιμη παρ’ όλα αυτά) να πεταχτεί έξω στον άνεμο που λυσσομανούσε…
Μπήκε στο σπίτι σαν μαστιγωμένη. Κι ανήσυχη έσπευσε για επάνω, εκεί που είχαν την Ιουλία, κι όσο να φτάσει, όσο ν’ ανέβει ένα-ένα εκείνα τα σκαλοπάτια που άλλοτε τα έτρεχε και δεν την έφτανε κανένας, έμεινε το στήθος της δίχως ανάσα: απ’ το φόβο, τον άκρατο φόβο πως, αν τυχόν άνοιξε απ’ τον αέρα το παράθυρο που ήταν δίπλα στο κρεβάτι της κόρης της, δεν θα ξανάβλεπε την κόρη της, θα έβρισκε το κρεβάτι άδειο… Από κείνους τους φόβους που μας αδειάζουν το μυαλό κι ας μην έχουν μεγάλη βάση: είναι δυνατόν, είναι και τόσο εφικτό, να πάρει ο αέρας μια δωδεκάχρονη παιδούλα απ’ το κρεββάτι της;
Κι όμως η δύστυχη γυναίκα το σκέφτηκε κι αυτό εκεί στις σκάλες: αν δεν την πήρε σήμερα, θα ζήσει άλλα τριάντα χρόνια!