Για την ΚΥΡΙΑ Αιθηρόη
~ Την Τελευταία ~
Κάτι αφόρητα γλυκό και ζεστό άρχισε να κυλάει στα σπλάχνα της. Μάταια προσπάθησε να κρατηθεί. Το λιμάνι της Θεμίσκυρας χανόταν στο βάθος. Ένοιωσε τον εαυτό της να γλιστρά με ορμή μέσα στο βλέμμα του.
Πετάχτηκε από τον εφιάλτη.
Θα ’ταν μεσάνυχτα. Από τις γρίλιες, σαν δραπέτης, το φεγγαρόφωτο κυλούσε μέσα στο δωμάτιο, βάφοντας σώματα και πράγματα με το παγερό του χρώμα. Άπλωσε τα χέρια της στο ημίφως. Τραβήχτηκε. Ένα άλλο κορμί κείτονταν δίπλα της στο στρώμα. Άπλωσε ξανά τα χέρια της. Το σώμα ήταν δυνατό και μυώδες, σφιγμένο από τις μάχες, σημαδεμένο από πληγές που άφησαν οι νίκες, όπως το δικό της. Μα τούτο εδώ ήταν ζεστό, τόσο ζεστό. Και εκείνη αισθανόταν τόσο κρύα. Πριν προλάβει το μυαλό να τη σταματήσει, κούρνιασε δίπλα στο ζεστό κορμί και το αγκάλιασε. Δυο χέρια κινήθηκαν αποφασιστικά και την έκλεισαν σε μια τραχιά αγκαλιά. Ήταν η φωνή του που της ψιθύρισε λόγια τρυφερά.
Πού είναι η ζώνη σου Ιππολύτη;
Πετάχτηκε από τον εφιάλτη.
Από ένστικτο αγκάλιασε την κοιλιά της που είχε μεγαλώσει. Έπιασε τον εαυτό της να χαίρεται που είχε ένα κομμάτι του μέσα της, δικό της για πάντα. Της φάνηκε περίεργη η σκέψη. Από ένστικτο, πάλι, ευχήθηκε να είναι κορίτσι το παιδί που φύτρωνε μέσα της. Η ευχή της φάνηκε τόσο οικεία που την καθησύχασε. Έψαξε με το βλέμμα της να τον βρει μέσα στο σπίτι μα δεν ήταν εκεί. Μια ανησυχία της ρυτίδωσε το μέτωπο. Τον φαντάστηκε στης μάχης την αντάρα, αντίκρυ με τον Θάνατο, σ’ ένα χορό για δύο. Είχε χορέψει κι εκείνη , πολλές φορές αυτό το χορό. Πόσος καιρός πάει…
Πού είναι η ζώνη σου Ιππολύτη;
Πετάχτηκε από τον εφιάλτη.
Τον άκουσε να της λέει πως ανησυχούσε για τον ταραγμένο ύπνο της. Μα δεν ήταν μόνο οι εφιάλτες. Δεν το ‘χε πει σε κανένα πως τώρα πια είχε συχνά και παραισθήσεις. Γύρω στο μεσημέρι της συνέβαινε . Τα πάντα γύρω της χάνονταν και στη θέση τους εμφανιζόταν ένα πεδίο μάχης , στη Θεμίσκυρα πάντα, και εκείνη, στην λαμπρή της πανοπλία στην πρώτη τη γραμμή μαζί με τους συντρόφους της. Ο εχθρός ήταν απέναντί τους μα –για κάποιο λόγο- δεν είχε πρόσωπο. Έπειτα η παραίσθηση χανόταν και όλα γίνονταν όπως πριν.
Και δεν χρειαζόταν βοήθεια. Ήξερε τι έφταιγε. Της έλειπε η μάχη , ο ιδρώτας, ο φόβος στα μάτια του εχθρού, η αδρεναλίνη. Μια απέραντη αλυσίδα αίματος την είχε φέρει στη ζωή για να αναπνέει τη σκόνη της μάχης. Είχε μάθει να ζει στον καθαρό αέρα, μα η έλλειψη της σκόνης την εκδικούνταν τώρα. Ένοιωσε το χέρι του στα μαλλιά της. Αναστέναξε. Γύρισε και τον κοίταξε.
Πού είναι η ζώνη σου Ιππολύτη;
Κάτι αφόρητα γλυκό και ζεστό άρχισε να κυλάει στα σπλάχνα της. Ήταν το αίμα της, το αίμα της καρδιάς της. Μάταια προσπάθησε να κρατηθεί. Το λιμάνι της Θεμίσκυρας χανόταν στο βάθος. Ένοιωσε τον εαυτό της να γλιστρά αργά έξω από το βλέμμα του.
Ο Ηρακλής τράβηξε το σπαθί του από την καρδιά της πρώτης Αμαζόνας.
Για μια στιγμή κόντεψε να χαθεί στο βλέμμα της.
Για πρώτη του φορά ένοιωσε ότι αυτός ο φόνος θα τον κυνηγούσε στα όνειρά του.
Απρόθυμα έσκυψε και τράβηξε τη ζώνη της καθώς η Ιππολύτη άφηνε
μιατελευταία πνοή.
Από έναν φίλο, που "έφυγε"... τον Ερευνητή